Ειρωνειες / Ironies

Standard
(scroll down for English)
Ειρωνεία:  1. Ασυμφωνία μεταξύ Απόψεων/Πεποιθήσεων και                                                Γεγονότων.  2. Γεγονός/Περίσταση που                                                         είτε α. Χαρακτηρίζεται από τέτοια ασυμφωνία.                                               είτε β. Επιβεβαιώνει Απόψεις/Πεποιθήσεις.    
Από πολύ νωρίς στη ζωή μου, πιό νωρίς απ’ ότι ίσως θα έπρεπε, άρχισε να με απασχολεί η σκέψη “ποιός πραγματικά είμαι”. Ποιά είναι η “ταυτότητά” την οποία καθημερινά διαμορφώνουν οι συνιστώσες δυνάμεις του γεννετικού υλικού μου και των συσσωρευόμενων εμπειριών μου και η οποία καθορίζει τη συμπεριφορά μου στο μάταιο αυτό κόσμο. Σύντομα μετά την έναρξη των σπουδών μου, όταν “ανακάλυψα” την επιστήμη της Ψυχολογίας, η σκέψη αυτή άρχισε να παίρνει τη μορφή ήπιας (θεωρώ) εμμονής, ενώ, λόγω των νεοαποκτόμενων γνώσεων, το ερώτημα έγινε πιο συγκεκριμένο: “Μήπως τελικά είμαι πρωκτικός τύπος;” Για όσους, πιθανώς μη γνωρίζοντας, βγάλουν βιαστικά συμπεράσματα ή αναφωνήσουν  “Το ‘ξερα”, να διευκρινίσω πως αναφέρομαι σε ένα από τα στάδια ανάπτυξης του Freud.                                                     Freud! Τι ιδιοφυές, πιθανώς διαταραγμένο μυαλό… Θέλω να πώ, ο τύπος είχε απίστευτη φαντασία, αλλά μάλλον χρειάζονται και προσωπικά βιώματα για να αναπτύξει κανείς τέτοιες θεωρίες. Όπως και να ‘χει, οι θεωρίες αυτές αποτέλεσαν το έναυσμα για περαιτέρω (και περισσότερο επιστημονική) μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και εξακολουθούν να αποτελούν το καλύτερο “κράχτη” φοιτητών στα τμήματα Ψυχολογίας των πανεπιστημίων όλου του κόσμου. Αν και συνεπαρμένος κι εγώ, αρχικά, από τον Freud και τις ερμηνείες του, αποφάσισα μάλλον γρήγορα πως δεν ανήκω στη μερίδα εκείνη που επιδεικνύει θρησκευτική ευλάβεια σε αυτές, αλλά αντίθετα αμφισβητώ έντονα την πανανθρώπινη γενίκευση που τις χαρακτηρίζει. ( Άποψη/Πεποίθηση Νο 1.)
Επίσης σχετικά νωρίς, άρχισαν να με απασχολούν η σκέψη και η ανησυχία πως η παρουσία μου σε αυτό το κόσμο θα ξεχαστεί. Υποθέτω πως δεν είμαι ο μόνος. Πρόκειται για μία μάλλον ανώφελη ανησυχία, δεδομένου οτι είναι βέβαιο πως πολύ λίγοι, συγκριτικά, καταφέρνουν να παραμείνουν στις μνήμες των επομένων και οι περισσότεροι από εμάς είναι καταδικασμένοι να ξεχαστούν. Εντούτοις, πιστεύω πως είναι ακριβώς αυτή η σκέψη και αυτή η ανησυχία που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την εν ζωη συμπεριφορά μας, τις αποφάσεις και πράξεις μας, την ύπαρξη μας γενικότερα. Η επιθυμία και η ελπίδα πως η παρουσία μας και η συμμετοχή μας στα επίγεια δεν υπήρξαν τυχαία κοσμικά γεγονότα που θα περάσουν στη σφαίρα του ασήμαντου, αποτελούν (υποσυνείδητα ή όχι) μία από τις βασικές αιτίες του τρόπου που ο καθένας, με το τρόπο του, διάγει τη ζωή του. Οι ποιητές και οι συγγραφείς γράφουν λέξεις και οι μουσικοί νότες. Οι επιχειρηματίες επιχειρούν. Οι εγκληματίες εγκληματούν. Οι καλλιτέχνες ζωγραφίζουν και σμιλεύουν. Όπως όλοι, (φαντάζομαι) έτσι κι εγώ αφιερώνω σημαντικό κομμάτι της ύπαρξης μου σε ένα κυνήγι απατηλής αθανασίας, ελπίζοντας πως θα αφήσω ένα σημάδι πίσω μου. Πως θα καταφέρω να παραμείνω στη μνήμη των ζωντανών και το κόσμο αυτών. (Άποψη/Πεποίθηση Νο 2.)
Σχετικά νωρίς έδωσα τις δικές μου προσωπικές ερμηνείες και σε διάφορα Θρησκευτικά θέματα. Φερειπείν, ανέκαθεν μου άρεσε η ιδέα πως η ζωή είναι “πνοή” του Δημιουργού. Αυτό θα σήμαινε πως η ανθρώπινη ψυχή είναι μέρος της “ψυχής” του Δημιουργού. Άρα, όταν η ανθρώπινη ψυχή εγκαταλείπει το σώμα, επιστρέφει και ενώνεται και πάλι με το Δημιουργό. Άρα οι νεκροί, είναι εν μέρει Θεικοί και επομένως ικανοί να “βλέπουν” τα πάντα και πιθανότατα, να παρεμβαίνουν. (Άποψη/Πεποίθηση Νο 3.)
Σχετικά αργά συνειδητοποίησα την “ανωτερότητα” του θηλυκού γένους. Εντάξει, θεωρητικά τη γνώριζα, αλλά ως υπέρμαχος της (αν)ισότητας με γνώμονα τη προσωπικότητα και όχι το φύλλο, αρνήθηκα για πολύ καιρό να αποδεχθώ την ύπαρξη της. Τελικά όμως δεν θα μπορούσε παρά να παραδεχθώ πως ανωτερότητα υπάρχει και έγκειται κυρίως στην απόλυτη “εξουσία” που ασκούν οι γυναίκες στους άντρες “εκμεταλευόμενες” τη γεννετήσια ορμή αλλά και τον άρρηκτο συσχετισμό που έχουν με την ίδια τη ζωή, καθώς είναι εκείνες που την “υλοποιούν”. Είτε πρόκειται για πραγματική ανωτερότητα του θηλυκού, είτε για κατασκευαστική αδυναμία του αρσενικού, είτε για υπέρτατη δημιουργική σοφία, γεγονός είναι πως λίγα εγκόσμια συγκρίνονται με τη θηλυκή εξουσία-γοητεία και τις επιπτώσεις της στη “κατώτερη”, εύθραυστη και μονίμως ευάλωτη αρσενική ύπαρξη που, όπως φαίνεται, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό, από την αντίστοιχη θηλυκή. (Άποψη/Πεποίθηση Νο 4.)
Βρίσκομαι ξαπλωμένος σε κρεβάτι εντατικής φροντίδας στο νοσοκομείο, και επανακτώ σιγά σιγά τις αισθήσεις μου μετά τη νάρκωση του χειρουργείου. Δύσκολη στιγμή με ανάμικτα, έντονα συναισθήματα.                                      Να ‘μαι λοιπόν, ένας άνδρας με τις παραπάνω (πέραν πολλών άλλων) πεποιθήσεις, σε μία σωματικά και ψυχικά πολύ εύθραυστη κατάσταση και με τις σκέψεις περί θανάτου να αρνούνται πεισματικά να εγκαταλέιψουν τις εξέχουσες θέσεις που έχουν καταλάβει στο μυαλό μου.                                   Μία νοσοκόμα, μία αιθέρια ύπαρξη τόσο νέα, τόσο όμορφη, τόσο γλυκειά, τόσο θηλυκή, τόσο “ζωή”, εμφανίζεται ξαφνικά και κινείται σαν φτερωτός άγγελος γύρω από το κρεββάτι μου. Το “πέταγμα” της διαλύει τα μαύρα σύννεφα και δροσίζει το πρόσωπο μου. Η φρέσκια, μεθυστική οσμή της απαλύνει τους πόνους μου. Η πρώτη συνειδητή σκέψη υλοποιείται στο “μουδιασμένο” μυαλό μου και εκπλήσει και εμένα τον ίδιο: “Υπέροχος πισινός!”. Ο άγγελος μου σκύβει να μου πάρει τη πίεση και το απαλό χέρι της αγγίζει το δικό μου. (“Θεέ μου, πως είναι δυνατόν να έκανες το δέρμα τους τόσο απαλό;”) … Η ματιά και ο κουρασμένος νούς μου ξεχύνονται στη βαθειά κοιλάδα του στήθους της. Η καρδιά μου σκιρτά καθώς τα κερασένια χείλη της κινούνται:                                                                                                   -“Αερίζεστε κε Πα……….λε;”                                                                       -” ; … ; “                                                                                                     -“Κε Πα……….λε…;”                                                                       -“Ναι…;”                                                                                                   -“Αέρια έχετε;”                                                                                       -“Εεε, τι να σας πώ… Δεν το είχα σκεφτεί… Είναι σημαντικό;”                     -“… “                                                                                                     Πρίν προλάβω να επιμείνω στην ερώτηση μου, αυτή η πολύ παράξενη, παράμετρος της ανθρώπινης ύπαρξης που ονομάζεται μοίρα, αποφάσισε για μία ακόμη φορά να πραγματοποιήσει την, ως συνήθως, ανελέητη παρέμβαση της. Ναι, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, παρουσία μίας νέας γυναίκας της οποίας η ομορφιά, σαν απαλό, δροσερό αεράκι, κατάφερε να διαλύσει τα μαύρα, απειλητικά σύννεφα στο μυαλό και τη ψυχή μου, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η σκέψη ζωής χαστούκισε τη σκέψη του θανάτου, ο εγκλωβισμένος στα σφιγμένα από την αγωνία σωθικά μου αέρας, αποφάσισε να πραγματοποιήσει την ηρωική έξοδο του. Ο ήχος απόκοσμος, εκκωφαντικός… Οι φιάλες των ορών σείστηκαν, τα κρεβάτια του θαλάμου έτριξαν… Η ηλικιωμένη στο διπλανό κρεβάτι σταυροκοπήθηκε…                                                        -“Μπράβο κε Δημήτρη!”                                                                                “Μπράβο κε Δημήτρη”;;; Καλά, τι έγινε τώρα;! Μία κοπέλα σαν τα δροσερά νερά, μία σχεδόν τέλεια εκπρόσωπος του “ανώτερου” θηλυκού γένους, μόλις με συνεχάρη που την αμόλησα;                                                                         Για τα περισσότερα από τα 52 χρόνια μου, με απασχολεί η σκέψη του να μη ξεχαστώ, να αφήσω ένα σημάδι, ένα μικρό σημάδι πίσω μου… Χωρίς αυταπάτες, σίγουρα οχι σαν αυτά τα παγκόσμια και διαχρονικά ενός Όμηρου ή ενός Σωκράτη, ενός Shakespeare, ενός da Vinci, ενός Tolstoy ή ενός Tchaikovsky, ενός BB King, ενός Bruce Lee, ενός Lennon, ενός Χατζηδάκι, ενός Ελύτη, ή ενός Καζατζάκη…  Αλλά κάτι. Κάτι μικρό, ίσως ασήμαντο συγκριτικά, αλλά και δικό μου.  Και τώρα, κι ενώ οι πιθανότητες μειώνονται, υπάρχει περίπτωση να με θυμούνται για μία πορδή; Mία “πρωκτική” έκφραση; Τι ειρωνεία! Γιατί Θεέ μου; Γιατί τέτοια φάρσα; Εκτός αν…  Sigmund, παλιομπάσταρδε, μου τη φύλαγες; Δεν σου φτάνουν τα εκατομμύρια που σε θαυμάζουν ακόμη, έπρεπε να εκμεταλευτείς τη “γνωριμία” σου και να φροντίσεις να εκδικηθείς έναν ασήμαντο που σε αμφισβήτησε;
Δεν ξαναείδα την όμορφη νοσοκόμα μέχρι που έφυγα από το νοσοκομείο. Ευτυχώς! Δεν ξέρω αν θα άντεχα την αμηχανία. Μάλλον θα την άντεχα… Άντεξα τα υπόλοιπα, τα πιο σοβαρά.                                                        Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, το ζεστό χάδι του ήλιου στο πρόσωπο μου, με έκανε να ξεχάσω τις “βασανιστικές”, γεμάτες ειρωνεία στιγμές και για αρκετή ώρα, μία σκέψη μόνο κυριάρχησε  στο μυαλό μου: Η ζωή είναι μία ειρωνεία. Μεγαλώνοντας, διαπιστώνω πως, συχνά, το να τα καταφέρεις, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το “ποιούς γνωρίζεις”. Φαίνεται τελικά πως είχα κι εγώ κάποιες “γνωριμίες”, επίγειες και μη. Ο γιατρός μου, η οικογένεια μου και οι φίλοι μου ανήκουν στις πρώτες. Κάποιες “πνοές” στις δεύτερες. Είμαι βέβαιος πως η μάνα μου Τον παρακάλεσε να με προσέξει. Ο πατέρας μου, ως γνήσιος, πολυμήχανος Έλλην, μάλλον το “έπαιξε” αλλιώς: Με το τρόπο του, πάντα με έσπρωχνε για το καλύτερο. Έτσι και τώρα, φρόντισε να “μεσολαβήσει” για την αγγελική νοσοκόμα και παράλληλα τη σωτήρια “έκφραση” μου.΄Ηξερε πως μετά από κάτι τέτοιο, δεν υπήρχε περίπτωση να μη παλέψω για μία ευκαιρία να αφήσω τελικά κάτι λίγο πιο σημαντικό πίσω μου. Ναι, σίγουρα γέλασε καλύτερα, τελευταίος, μετά τον Freud. Και μαζί του κι εγώ…
Irony: 1. Incongruity between a conviction and a fact.                                2. An occurrence which either a. is characterized by                                 such incongruity or b. confirms the conviction.
Very early in my life -perhaps earlier than it should have- a certain thought crept into my mind and started troubling me. The question of “who I really am”; which is the true identity that every single living moment is shaped by the joint forces of my genetic make up and my accumulating experiences. The one that defines and dictates my behavior in this world.                Soon after beginning my university studies and discovering the science of Psychology, this thought developed into a minor -dare I say- obsession, while at the same time, due of course to all the newly acquired knowledge, my query evolved and, for a long while, became more specific: “Could it be that I am the anal type?” Now for those who, unknowingly and/or unwillingly, might rush into conclusions and cry out “I knew it!”, let me explain that I am referring to one of Freud’s developmental theories.                                                                                                 Freud… What an ingenious, “disturbed” mind! This man undoubtedly had an incredible imagination and ability for analytical thinking, but I would assume it requires some personal experiences too, in order to come up with such theories. In any case, these theories triggered a further, more scientific study of human behavior and are still today probably the best “advertising” used by Psychology departments of universities all around the world. Although initially fascinated myself by Freud, I eventually decided that I am not among his extreme devotees, but instead tend to doubt and question the generalizations that characterize his theories. (Conviction no 1.)
Something else which also started troubling my mind rather early, was the concern that my presence in this world will be forgotten. I imagine that I am not the only one with such a concern, however pointless or “foolish” it may be.  I am convinced that, although fully aware of the fact that comparatively very few humans will succeed in remaining in the memories of their successors, as most of us are doomed to be forgotten, it is this very concern where our motives, decisions and actions seem to stem from, and which defines to a great extent our behavior while alive. Our desire and hope that our own, brief participation in earthly matters was not a random, trivial cosmic event doomed to enter the sphere of the insignificant, constitute the main reasons for the way we choose -subconsciously or not- to lead our lives: Poets and writers write words. Musicians write notes. Entrepreneurs start businesses. Criminals commit crimes. Artists paint and sculpt…   I assume that, like many others, I too devote a significant part of my existence to a “hunt” for an illusory immortality, hoping that I will leave a mark behind. That at some point, I will be granted the chance to remain in the memories of the living, and in their world. (Conviction no 2.)
Some of my own explanations on religious matters, emerged relatively early too. For instance, I’ve always liked the notion that life is the “breath” of the Creator. That would mean that the human soul is a part of the “soul” of the Creator and when it leaves the body, it returns to and reunites with the Creator. So, the dead are partly divine and therefore capable of “seeing” all and possibly interfering.  (Conviction no 3.)
What dawned upon me relatively late, was the realization of the superiority of the female gender. I suppose that I had heard of the “theory”, but being an advocate of (in)equality based on personality rather than gender, I refused to accept it as a fact.  It may have taken me a bit longer, but I too now, like probably every other male, recognize that female superiority indeed exists; and it stems from the power women exercise over men by taking advantage of men’s libido as well as their own inextricable link with life itself. They are, after all, the ones ultimately carrying it into effect. Regardless of whether it is “true” female superiority, or male inferiority by “design”, or both, the fact remains that few things can be compared with the way the human female seems to affect the human male’s fragile and constantly vulnerable existence. (Conviction no 3.)
I’m lying on a hospital bed, in intensive care, slowly regaining consciousness after surgery. Very hard moments, filled with mixed, intense emotions. So, here I am, a man with the above -among other- convictions, in a rather vulnerable position, both physically and mentally, with the thoughts of death refusing to leave the distinguished places they have occupied in my mind. A young nurse, a creature so beautiful, so sweet, so feminine, so full of life, suddenly appears and begins to move around my bed like a flying angel. Her “flying” dissolves the dark clouds and cools my face. Her fresh, intoxicating essence soothes all my pain. My numb mind has its first conscious thought: “What a great behind!” My angel leans over me to take my blood pressure and her soft hand touches mine… “My God, how did you ever manage to make their skin so smooth?” My glance and my tired mind gallop in the deep valley of her breasts… My heart faints as her cherry lips move:                                             -“Do you have gas Mr. Pan………los?”                                                 -” … ”                                                                                                 -“Mr. Pan………los?”                                                                       -“Yes…”                                                                                                 -“Do you have gas?”                                                                                 -“Umm… I haven’t really thought about it… Is it important?”         -” … ”                                                                                                     Before I ever got a chance to repeat my question, that strange factor of human existence called fate, decided on yet another relentless intervention. Yes, at exactly that moment, in the presence of a young woman whose beauty had managed, like a gentle breeze, to chase away the menacing clouds from my mind and soul, just when the thought of life slapped hard the thought of death, the air trapped inside my clenched insides, decided to attempt its heroic exit. The sound unworldly… Serum bottles shook, beds creaked. The elderly woman in the next bed crossed herself.                                                                               -“There you go, Mr.Pan………los… Good job!”                        -“WTF???  What the hell did just happen here? Did a beautiful woman, a near perfect representative of the female gender, just congratulate me for breaking wind?                                                   For the most part of my 52 year old presence in this world, I’ve been haunted by the thought of being forgotten; hoped for the opportunity to leave something behind me; a small mark. Surely not as significant and timeless as those of  a Homer or a Socrates, a Shakespeare, a da Vinci, a Tolstoy or a  Tchaikovsky, a BB King, a Bruce Lee, a Lennon, a Hatzidakis, an Elytis or a Kazantzakis… But, something… Something maybe insignificant comparatively, yet, of my own. And just as my chances seem to be diminishing, I get this? I’m doomed to be remembered for a fart? An anal “expression”? Heard by one of my “oppressors”, a superior female? Why God? What kind of sick farce is this? Unless… Sigmund, you son of a bitch…! Your millions of devotees were not enough? You had to “pull some strings in order to get back at the “nobody” who doubted you?
I never saw that beautiful nurse again. I’m glad… I wouldn’t have bared the embarrassment. Then again, maybe I would have. I bared other things… Far more serious…
Upon exiting the hospital, some days later, the sun’s warm caress on my face helped me forget the torturing moments and my mind was occupied by only one thought:                             “Life is one big irony.”                                                                            As I get older, I tend to think that making it through it, more often than not, largely depends on “whom you know”.                   Seems that I had some “connections” myself; both earthly and not. My doctor, my family and my friends are among the first. Some “breaths” among the second. I’m certain that my mother asked Him to help me. My father on the other hand, being the true, resourceful  Greek that he was, acted in a more cunning way: In his own way, he always pushed me for the best… Similarly in this case, he “put in a word” for the lovely nurse angel as well as my own “expression”. He knew well that something like this would guarantee that I would fight for a chance to “leave something a bit more significant behind”.     Yes, I’m sure he laughed better, after Freud… And I too, along with him…

 

 

 

 

   
   
 

 

Φουκαρ / Foukar

Standard
(scroll down for English)
Ένας συμπαθής άνθρωπος άφησε τη τελευταία του πνοή εδώ, τις προάλλες. Έμαθα πως βρισκόταν σε μία από αυτές τις τραχιές βουνοκορφές αυτού του τόπου, αυτές που σε φέρνουν λίγο πιό κοντά στο Δημιουργό και φρόντιζε τα ζώα του, όπως για αιώνες τώρα κάνουν οι άνθρωποι αυτού του νησιού, όταν το νήμα της ζωής του κόπηκε. Θυμάμαι πως ήταν μιά ηλιόλουστη μέρα.
Προχθές ήρθε στο σπίτι μου ο Φουκάρ. Πακιστανός που δίνει τη δική του μάχη επιβίωσης σε ένα Αιγαιοπελαγίτικο νησί. Του είχα τηλεφωνήσει τη προηγούμενη για να έρθει να ξεχορταριάσει το κήπο:  -“Γειά σου Φουκάρ, τι κάνεις;”  -“Ααα, γειά. Καλά είμαι. Εσείς τι κάνετε, καλά;”  -“Καλά Φουκάρ, ευχαριστώ. Μπορείς να έρθεις να καθαρίσουμε το κήπο; Αλλά κοίτα, λεφτά δεν έχω τώρα. Θα σε πληρώσω όταν έχω.”  -“Ναι εντάξει. Δεν πειράζει. Εγώ για σας έρχομαι.”                                                                                             Ο Φουκάρ ήρθε την επόμενη, πρωί πρωί. Φαινόταν κουρασμένος. Μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής αυτός ο άνθρωπος.  Έχει μία έμφυτη ευγένεια που σε αιχμαλωτίζει. Είναι νέος αλλά η ματιά του φανερώνει μία εμπειρία και μία γνώση της ζωής που συνήθως κατέχουν μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι. Και είναι μία γνώση που είναι ολοφάνερο πως έχει αποκτηθεί με το δύσκολο τρόπο. Έπιασε δουλειά και κάμποση ώρα μετά σταμάτησε και κάθισε κάτω από ένα δέντρο για ένα ποτήρι νερό και ένα τσιγάρο. Δεν είμαι καπνιστής αλλά πραγματικά απολαμβάνω να παρακολουθώ τον Φουκάρ όταν στρίβει τσιγάρο. Είναι μία τελετουργική διαδικασία που ολοκληρώνεται πάντα με ήρεμες, σχεδόν ευλαβικές κινήσεις. Ο Φουκάρ άναψε, ρούφηξε το καπνό με απληστία αλλά και εγκράτεια ταυτόχρονα και ξεφυσώντας με ρώτησε με σπασμένη φωνή: -“Μάθατε για τον Γ…….. ; Πέθανε…”  -“Ναι το έμαθα”  -“Κρίμα. Αυτός δεν ήταν πολύ μεγάλος.”  -“Ναι κρίμα… Αλλά τον αγαπούσε ο Θεός…” είπα.  Ο Φουκάρ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε τα μάτια καρφωμένα στη κάφτρα του τσιγάρου του, γύρισε και με κοίταξε. Διέκρινα απορία στο βλέμμα του. Τελικά, με έκδηλη την έκπληξη αλλά και τη κατανόηση στα μάτια του, σηκώθηκε και με πλησίασε:  -“Εγώ δεν ξέρω να μιλάω καλά” είπε. “Όμως αυτό που εσύ λές, είναι σωστό. Το λέμε κι εμείς Πακιστάν”.  -“Μα, έτσι δεν είναι Φουκάρ; Ναι, κρίμα που πέθανε. Όμως ήταν μία ζεστή, ηλιόλουστη μέρα, σε μία βουνοκορφή με θέα το κόσμο ολόκληρο, με τη μυρωδιά της ρίγανης και του θυμαριού στον αέρα και γνώριμους, λατρεμένους ήχους τριγύρω. Η ψυχή έφυγε ήρεμα. Και γρήγορα… Σαν να την άρπαξε αετός…  Δεν υπάρχει καλύτερος θάνατος…”        Ο Φουκάρ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου και είπε: “Eγώ είμαι 9 χρόνια Ελλάδα. Άλλος δεν μιλάει σαν εσένα. Κι εγώ λέω, όταν Θεός αγαπάει, δίνει καλό θάνατο. Όχι αρρώστειες και κρεβάτι…”  -“Φαίνεται πως εγώ κάτι Του ‘χω κάνει και με ταλαιπωρεί τελευταία” είπα γελώντας. “Κάτι φαίνεται δεν κάνω σωστά…” πρόσθεσα και τράβηξα ένα αγριόχορτο.  -“Ναί, μπορεί” απήντησε σκεπτικός ο Φουκάρ. “Εμείς άνθρωποι δεν ξέρουμε τι θέλει Αυτός. Εσύ βγάζεις αυτό χόρτο, νομίζεις κάνεις σωστά. Όμως μπορεί αυτό λάθος. Όμως εγώ ξέρω εσύ βρείς σωστό και Θεός αγαπάει εσένα πάλι” είπε ο Φουκάρ χαμογελώντας και ξανάπιασε τη τσάπα.  
Η συζήτηση με τον ευγενικό, μελαμψό μετανάστη ήταν από τις ωραιότερες που έχω κάνει. Η επικοινωνία με έναν άλλο άνθρωπο, ειδικά κάποιον από άλλη χώρα και κουλτούρα, ήταν για μένα ανέκαθεν κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Εκπλήσομαι ευχάριστα όποτε μου υπενθυμίζεται πως ποτέ δεν ξέρεις από ποιόν θα ακούσεις κάτι σωστό και με ποιόν μπορεί να έχεις ταύτιση απόψεων. Είναι όμορφο και ελπιδοφόρο το να διαπιστώνεις πως μπορεί να μην είμαστε όλοι ίδιοι σε αυτό το κόσμο, αλλά ευτυχώς οι “παρόμοιοι” είμαστε αρκετοί ώστε να αισιοδοξούμε πως μία αρμονική συνύπαρξη είναι εφικτή.                               Το χαμόγελο και τα τελευταία “θρησκευτικά” λόγια του ο Φουκάρ, ήταν απρόσμενα ενθαρρυντικά. Είναι αλήθεια πως έρχονται στιγμές που η λογική επικρατεί. Στιγμές που η σκληρή πραγματικότητα της ζωής καθιστά σκέψεις περί “αγάπης του Θεού” αφελείς. Παρ’ όλ’ αυτά, όταν η υγεία κλονίζεται και η σωματική και ψυχική δύναμη εξασθενούν, όταν ο θάνατος χτυπά τη διπλανή πόρτα, ή ακόμη κι όταν νομίζεις πώς χτυπά και τη δική σου, τότε η λογική που όλη σου τη ζωή πάσχιζες να χαρακτηρίζει τις απόψεις σου, συρρικώνεται. Και πολλά πράγματα αρχίζουν να εναπόκεινται στην “αγάπη του Θεού”.                 Ελπίζω και (προσ)εύχομαι, αυτός ο υπέρτατος “παράγων” που ορίζει την ύπαρξη μας, είτε λέγεται Φύση, είτε Ζωή, Μοίρα ή Τύχη, Εξωγήινη Ευφυία ή Κοσμική Συγκυρία, είτε λέγεται Θεός, να μου χαρίσει μία καλή ζωή και να μου εξασφαλίσει ένα γρήγορο και “καλό” θάνατο.                                                 “Θεέ”, αν ακούς και χωρίς να θέλω να πιέσω, η προτίμηση μου ήταν πάντα θάλασσα, όχι βουνό.
A nice man passed away the other day. I heard he was on one of the rugged mountain tops of this place, one of those that bring you closer to the Creator, herding his flock, like the people of this island have been doing for ages, when the thread of his life was cut. I remember now it was a warm, sunny day.
A couple of days ago, Foukar came to my house. He is a Pakistani, fighting his battle of survival on a Greek island. I had called him the night before, and asked him to come and clear the garden: -“Good evening Foukar. How are you?”  -“Aaaa, good evening to you. I am well, thank you. How are you?”  -“Fine, thanks. Listen, could you come over tomorrow to clear the garden? But, I don’t have any money now. I’ll have to pay you later. Much later.”  -“No problem. For you, I come.”                   Foukar showed up early the following day. He seemed very tired. This man has a rare innate politeness that makes him very likable. He is young but his eyes reveal a knowledge of life usually possessed by older people. Knowledge which is evident that it has been acquired the hard way.                                              He got to work and some time after, stopped and sat under a tree for a rest, a drink of water and a smoke. I am not a smoker myself, yet I really do enjoy watching Foukar roll a cigarette. It is sort of a ritual that he performs with slow, deferential movements. He lit up, inhaled the smoke with greed but somehow restraint at the same time, exhaled and asked me in a broken voice: -“Did you hear about G………? He died…”  -“Yes, I heard…”  -“Shame… He not very old.”  -“Yes, it is a shame. But he was loved by God…” I said.  My dark skinned interlocutor, who up until that moment had kept his eyes fixed on his burning cigarette, lifted his head and looked at me. He appeared puzzled for a few moments and maintained eye contact longer than he had ever done before. Finally, he stood up, walked towards me and said in a surprised yet understanding tone: -“I not speak very well… But, this that you say is true. We say same in Pakistan.”  -“Yes, it is so true!” I said. “It is sad that he died. But, it was a warm, sunny day, on a mountain top with a view of the entire world, with the scent of oregano and thyme in the air, and familiar, beloved sounds all around. His soul departed quietly, peacefully. And swiftly…  As if snatched by an eagle… There is no “better” death… Foukar placed his hand on my shoulder and said: -“I am in this country 9 years. No one speaks like you. And I too say, when God loves, He gives good death… No sickness and bed…”  -“Well then, seems that I may have done something to displease Him, cause He’s been giving me some trouble, lately” I said as I pulled out a weed.  -“Maybe” Foukar replied sceptically. Humans, we don’t know what He wants. You pull out that weed, you think that is right… But, maybe that wrong… But Ι know you will find the right and God will love you again…” said Foukar with a smile and grabbed the pickax again.
The conversation with the kind immigrant from Pakistan was one of the best I’ve ever had. Communicating with another person, especially one from another country and culture is something I’ve always found very intriguing. I am pleasantly surprised each time I am reminded that you never know who might say something you find fascinating, something you are in total agreement with. It is nice and hopeful to realize that we may not all be the same in this world but those of us who are similar, are enough to keep alive the optimism that some day we might all be able to co exist harmoniously.                               Foukar’s smile and “religious” words at the end of our brief conversation sounded encouraging. Almost inspiring. It might be true that there are moments when pure reason prevails, and the harsh reality of life renders beliefs about Godly love naive, to say the least. Still, when health deteriorates, when death is knocking on the next door, or even at the mere thought that it is knocking on your own, one’s perspective is seriously affected, if not altered. The logic you may have always insisted on, the rationality you may have been striving for all your life, seem to wither, and many things are eventually left to “God’s love”.           I hope and pray that the supreme “factor” which defines human existence, whether It is called Nature, Supreme Intelligence, Life, Fate, Luck, Coincidence, or God, will grant me a decent life and a “good” quick death.                                                                        “God”, if you can hear me, I don’t mean to “push” but, I have always preferred the sea to the mountain…