ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΤΕΛΟΣ

Sticky

Στα 54 (αισίως) χρόνια μου και με 2 πλέον ενήλικα παιδιά, μπορώ να πω μετα βεβαιότητος πως, στην ζωή μου, μέχρι τώρα τουλάχιστον, η μεγαλύτερη, αστείρευτη πηγή άγχους, εκνευρισμού και απογοήτευσης, ήταν το σχολείο. Το “αθάνατο” Ελληνικό σχολείο…

Γερασμένο αλλά ανώριμο, αναχρονιστικό, αποξενωμένο, παιδοφοβικό, ζηλόφθονο, αγέλαστο, εκδικητικό, γραφειοκρατικό αλλά ανοργάνωτο, χωρίς φαντασία, χωρίς σεβασμό και κατανόηση πρός την ιδιαιτερότητα, πελατειακό, αισχρά πολιτικοποιημένο… Ένα μόρφωμα στο οποίο ταιριάζει κάθε επίθετο που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί για να το χαρακτηρίσει ως απόλυτο εχθρό της σφαιρικής μόρφωσης, της εκπαίδευσης και της κοινωνικοποίησης.

Για το μισό αιώνα που εγώ τουλάχιστον τελώ θύμα και μάρτυρας του εγκλήματος, πρώτα ως μαθητής και μετά ως γονέας, το σύστημα αναλώνεται όχι σε κάποια στοιχειώδη έστω αλλαγή, αλλά στην “εκσυγχρονισμένη” “ανακαινισμένη” εφαρμογή των ίδιων τετριμένων, πεπαλαιωμένων, ζημιογόνων, ψυχοφθόρων αντιλήψεων του.

Οι όποιες “μεταρυθμίσεις” είναι πάντα επι των άνευ ουσιαστικής σημασίας.

Η έννοια της αλλαγής έχει εκφραστεί αποκλειστικά μέσω κατά καιρούς νέων, ευφάνταστων, βαρύγδουπων όρων-καραμέλα όπως “δημιουργική απασχόληση”, “δυσλεξία”, bullying” “ολοήμερο”, “ειδική τάξη”, Σ.Ε.Π κλπ καθώς και μετονομασιών όπως “Κλασσικό/Πρακτικό”, “Δέσμες”, “Κατεύθυνση” και πολλών άλλων κωμικοτραγικών.

Μέσα σε μισό αιώνα, δημιουργήθηκαν ακόμη δύο παρατάξεις.

Από τη μία μεριά, οι πολέμιοι του συστήματος: Οι ελάχιστες, φωτεινές εξαιρέσεις δασκάλων και καθηγητών και κάποιων μαθητών, οι οποίοι αρνούνται να υποκύψουν στο κατεστημένο. Οι ηττημένοι, δυστυχώς

Από την άλλη, το “θηρίο”.  Οι κυβερνήσεις… Τα υπουργεία και τα εκεί διορισμένα “παιδιά” των κομμάτων… Και (δυστυχώς) οι περισσότεροι δάσκαλοι και καθηγητές. Οι νέοι εκείνοι άνθρωποι που ξέχασαν πρώτοι απ’ όλους τι εστί νεότητα. Εκείνοι που στην συντριπτική πλειοψηφία τους, ως γνήσιοι γραφειοκράτες, κρύβονται πίσω από τις εγκυκλίους και την διδακτέα ύλη των απαράδεκτων μορφωμάτων που ονομάζονται σχολικά βιβλία. Που θυσιάζουν το προνόμιο του να βρίσκεσαι σε μία έδρα και να “ταΐζεις” πεινασμένα αυτιά και μυαλά, στο βωμό του Hollywood και των βιντεοταινιών, λες και δεν είναι αρκετές οι οθόνες στη ζωή των παιδιών. Όλοι εκείνοι οι “εκπαιδευτικοί” που τρέφουν το “θηρίο” για να προστατέψουν το κεκτημένο δικαίωμα του να θεωρούν πως το σχολείο υπηρετεί τους ίδιους και όχι το αντίθετο.

Στη ζωή, οι στιγμές αγαλλίασης είναι σπάνιες.

Δύο από αυτές τις στιγμές ήταν όταν τα παιδιά μου τέλειωσαν το σχολείο.

Και αυτό με λυπεί αφάνταστα

Γιατί η λήξη του σχολείου, θεωρητικά σηματοδοτεί την λήξη της νεότητας και της αθωότητας και την έναρξη δεσμών και περιορισμών. Κάτι που μόνο αγαλλίαση δεν θα ‘πρεπε να προκαλεί.

Όμως στην Ελλάδα, το σχολείο ξέχασε την νεότητα, σκότωσε την αθωότητα και φυλάκισε την φαντασία.

Το να απομακρύνεσαι από τον τόπο τέτοιων εγκλημάτων, μόνο αγαλλίαση επιφέρει

The end of an era…

Standard

I was never a fan of flags. And I mean the little plastic ones… The kind fools wave while listening to liars.

I was never a fan of team jerseys either.

The two things that would light up my “fan lights” have always been the environment and music.

I consider the second to be mankind’s most beautiful inspiration. And find it fascinating how it interweaves with our lives.

Steely Dan always have been, and always will be, my all time, “no time” favorite band. Their music has always been there, throughout my life… At beginnings and endings, in times of joy and grief, through efforts, at moments of disappointment and success, at partings and welcoming s. Their music always made me feel “at home”…

I consider Donald Fagen & Walter Becker the most important contributors to rock ‘n roll music. To the music of the century, overall. Many high end musicians and bands have been and will continue to be influenced by their musical genius. I beg all of them to Do it Again…

The ingenious musical duo of Steely Dan are not a duo any more…

Rest in peace Walter Becker…

THANKS for the music to both of you…

“What’s our motto…?”

Standard
(scroll down for English)
-“Hey, big guy… What’s our motto?”                                                 -“Ha, ha, ha…”                                                                                           -“Don’t laugh, Greek! Come on, I wanna hear you say it… What’s our motto?”                                                                                                 -“Uhh, Fuck them before they fuck you?”                                   -“Damn right! And don’t you ever forget it!”
Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, που το πνεύμα των ημερών αφυπνίζει, ή τουλάχιστον προσπαθεί να αφυπνίσει συναισθήματα και σκέψεις αγάπης για τον συνάνθρωπο, μου έρχεται στο μυαλό ο παραπάνω “χαριτωμένος” διάλογος, τον οποίο ο Jerry κι εγώ επαναλάβαμε άπειρες φορές στα χρόνια της γνωριμίας μας. Εξελίχθηκε σε ένα είδος χαιρετισμού, σύντομα μετά την πρώτη φορά που τον συνάντησα.                                               Ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Maryland, στο College Park και έψαχνα γιά δουλειά. Το πιό δημοφιλές fast food εστιατόριο της περιοχής, το “Hungry Herman’s”, έτυχε να προσλαμβάνει και ο Jerry μού έκανε τη συνέντευξη. Τον συμπάθησα από την πρώτη στιγμή και νομίζω πως το συναίσθημα ήταν αμοιβαίο. Ήταν πρόσχαρος και πνευματώδης. Μου έκανε μερικές παράξενες, ασυνήθιστες ερωτήσεις και τελικά μου έδωσε την δουλειά. Δεν ξέρω αν το αφεντικό μου και λίγο μετέπειτα φίλος, είδε κάτι σε μένα που τον έπεισε πως το δικό του “ρητό ζωής” θα έπρεπε να γίνει και δικό μου, ή ακόμη αν ήταν πραγματικά το δικό του, ή αν απλά αστειευόταν. Όπως και να ‘χει, τα λόγια του, που τα άκουγα σχεδόν καθημερινά, κατάληξαν να είναι κάτι περισσότερο από ένα αστείο. Όπως είπα, ο Jerry ήταν αστείος τύπος -και οπαδός της μαριχουάνας, που τον έκανε ακόμη πιό αστείο- και κάθε φορά που τα ξεστόμιζε με τον ιδιαίτερο τρόπο του, λυνόμουν στο γέλιο. Σύντομα όμως το γέλιο άρχισε να ακολουθείται από σοβαρές σκέψεις. Γιατί μπορεί να είναι έξι μόνο λέξεις, εκ των οποίων οι δύο βρισιά, αλλά κλείνουν μέσα τους μία ολόκληρη φιλοσοφία ζωής. Είναι περίεργο το οτι τα λόγια αυτά, παρότι άξεστα, συναγωνίστηκαν μέσα στο μυαλό μου λόγια των Jung, Skinner, Hemingway και Marx -ναι, Marx σε αμερικανικό πανεπιστήμιο- που διά στόματος των καθηγητών μου, άκουγα καθημερινά στα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου. Και γέννησαν πολλές σκέψεις στο μυαλό ενός φιλόδοξου ψυχολόγου.                                                                                                   Ως όντα που είναι υποχρεωμένα να συμβιώνουν (ίσως περισσότερο υποχρεωμένα από κάθε άλλο), τί στάση πρέπει να επιλέξουμε τελικά μέσα στο κοινωνικό μας σύνολο; Μία παθητική, με σχετικό βαθμό εμπιστοσύνης πρός τους άλλους, ή μία επιθετικη, που θεωρεί δόλια την ανθρώπινη φύση; Και ως γονείς, βάσει ποίας αντίληψης θα εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας; Και πως επηρεάζει η επιλογή μας τις ζωές μας;                                     Δεν έχω καταφέρει ακόμη να δώσω απαντήσεις. Το μόνο που έχω καταφέρει, είναι να εξάγω κάποια σίγουρα (;) συμπεράσματα τα οποία, ενδεχομένως, να με ωθήσουν σε κάποια απόφαση -κατά προτίμηση όσο ζώ ακόμη- σχετικά με το πώς πρέπει να αντιμετωπίζω τους συνανθρώπους μου. Τα συμπεράσματα μου είναι:                                       1. Η ανθρώπινη φύση είναι εξαιρετικά ανταγωνιστική. Η ανάγκη για επιβίωση το κάνει αυτό σε όλα τα όντα που μοιράζονται αυτόν τον πλανήτη, αλλά στους ανθρώπους, ο ανταγωνισμός (όπως άλλωστε και τα περισσότερα από τα κοινά μας χαρακτηριστικά με τα άλλα ζώα) έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Ίσως εξαιτίας της επιδεξιότητας μας και της ταχύτητας εξέλιξης της νοημοσύνης μας, όπως και του επακόλουθου, συνεχώς αυξανόμενου, ελέγχου του περιβάλλοντος. Ίσως επίσης λόγω της μοναδικής (πιθανόν) σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο έννοιας ενός υπέρτατου όντος και της φιλοδοξίας ταύτισης με αυτό. Όποιος και να ‘ναι ο λόγος, στις ανθρώπινες κοινωνίες ο βαθμός ανταγωνισμού είναι δυσανάλογος με την επιβίωση, όπως αυτή νοείται στη φύση. Ο ανταγωνισμός, ο οποίος προωθεί την επιθετικότητα, είναι πάγιος τρόπος ζωής και όποιος “παρεκλίνει” από αυτό το μοντέλο, βρίσκεται αυτόματα σε μειονεκτική θέση.                                                                                           2. Κάποιοι άνθρωποι, εκ φύσεως, δεν είναι καλοί στον ανταγωνισμό. Όπως δεν είναι όλοι καλοί στο κολύμπι. Όταν δεν είσαι αποτελεσματικός στον ανταγωνισμό, είτε αποσύρεσαι από το παιχνίδι, (με τις ανάλογες θετικές και αρνητικές συνέπειες) είτε κατατροπώνεσαι, είτε αναζητάς αντισταθμιστικούς τρόπους επιβίωσης που για να είναι αποτελεσματικοί, συνήθως είναι κι αυτοί επιθετικοί. Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα…             3. Καμία επιλογή δεν εγγυάται επιτυχημένη διαβίωση. Οι παράμετροι είναι απλά πάρα πολλές.
Έφτασα σε κάποια ηλικία και ο προβληματισμός εξακολουθεί να υφίσταται. Kάθε νέα εμπειρία που προστίθεται στη σωρό, και κάθε “κλείσιμο” μίας ακόμη χρονιάς, μου θυμίζει το “ρητό” του Jerry. Δεν γελάω πιά… Χαμογελώ. Και δεν είναι χαμόγελο ικανοποίησης αλλά πίκρας. 
-“Hey, big guy… What’s our motto?”                                                 -“Ha, ha, ha…”                                                                                           -“Don’t laugh, Greek! Come on, I wanna hear you say it… What’s our motto?”                                                                                                 -“Uhh, Fuck them before they fuck you?”                                   -“Damn right! And don’t you ever forget it!”
At the same time, every year, when the Holiday spirit awakens, -or at least tries to awaken- thoughts and feelings of love towards our fellow man, the above dialogue comes to mind.         It is one that Gerry and I would eventually start having almost every day, one that was repeated thousands of times. In fact, it became sort of our favorite way of greeting each other, soon after we met for the first time.                                                               It was 1981, I was a student at the University of Maryland and had been looking for a part time job. A fast food restaurant -the local favorite “Hungry Herman’s”- was hiring and Gerry conducted my interview. I liked him from the first moment and I think the feeling was mutual. He was a bright, witty guy who asked me some weird -as in “unconventional”- but intelligent questions and finally gave me the job. I don’t know if there was something in my answers that had convinced him that his personal motto ought to become mine too, or even if that was truly his motto or if he was just fooling around. Regardless, that sentence, which I heard almost everyday, when I showed up for work, all throughout my shift and when I left, soon became more than a funny line. Like I said, Gerry was a funny -weed smoking- guy and he’d crack me up every single time he said it, but eventually his words became food for thought.
Up until the moment when I heard that phrase, I was a rather naive young man. I was a university student, maturing in auditoriums day by day, taking in Jung, Skinner, Fitzgerald and Marx; yes, there are, -or at least were back in the ’80’s- courses on communism in US universities. While cooking over a grill in the afternoons and week ends, I found myself puzzled by Gerry’s words which were actually “competing” in my mind with those of giants of intellect. And my mind being that of an aspiring psychologist, generated some thoughts:                                         As beings that are compelled -perhaps more so than any other being- to coexist, what should our attitude toward other members of the social group be? Maybe a passive one, characterized by a relatively high degree of trust? Or maybe an aggressive one that aims to protect against treacherous human nature? Eventually, as parents, based on which notion should we educate and train our children? How will our lives, and theirs, be affected by our choice?                                                                             I have yet to come up with a definite answer. The only thing I have managed to do, is draw some definite (?) conclusions, which might help me to eventually -preferably before I die- decide on what is the best way to deal with my fellow man. These are my conclusions:                                                                     1.By nature, man is extremely competitive. The need for survival, of course, does this to all animals sharing the planet. Still, with humans, competition -like most of the common characteristics we share with other species- has advanced to a whole new level. This might be due to our rather unique dexterity and the speed of evolution of our intelligence and the consequent, inevitable manipulation and control of our environment. As well as the possibly unique in the animal kingdom notion of a supreme being and the desire and ambition to identify with “it”.  Whatever the reason, in human societies, competition is disproportional to the genetically and/or environmentally imposed natural need for survival. Competition, which requires and promotes aggression, appears to be a standardized way of life and those who deviate from it are automatically at a disadvantage.                                         2.By nature, some people are not good at competing. Just like not everyone is a good swimmer. When one is ineffective at competing, one a) can -or should- withdraw from the “game” -suffering the consequences, whether good or bad- b) is annihilated or c) seeks alternative ways of survival behavior which, given the milieu, only stand a chance if they are aggressive. Talk about being stuck between a rock and a hard place…                                                                                                           3.No choice guarantees successful living or happy living. Parameters are simply too numerous and too complicated.
I have reached a certain age and the puzzling question remains. With every new experience that is added to the pile and at closing time each year, I am reminded of Jerry’s words. I haven’t laughed in a while. I do smile, though. Only it’s a bitter smile…

 

Ψυχολογικό test: “ΠΟΣΑ ΛΑΘΗ ΒΛΕΠΕΙΣ;”

Standard
Ακούγοντας την “περί ψυχής” δήλωση του πρωθυπουργού, (και τους μετέπειτα τρόπους “διαχείρισης” της δήλωσης) είχα την έντονη επιθυμία να δημιουργήσω ένα “Ψυχολογικό Test”, σαν αυτά που εμφανίζονται κατά καιρούς σε lifestyle περιοδικά, ή στο Internet. “Tests” που, αν και στερούνται επιστημονικής υπόστασης, είναι εξαιρετικά δημοφιλή και ασκούν μία ακατανίκητη γοητεία στο κοινό, που σπεύδει να “απαντήσει”, ελπίζοντας σε μία άμεση κατανόηση της προσωπικότητας. Είτε της δικής του είτε των υπολοίπων. Κατανόηση που θα του δώσει το “προβάδισμα” στην προσπάθεια επιβίωσης μέσα στο ανελέητο κοινωνικό σύνολο.           Γενικώς, τα Tests αυτά μάλλον πλήττουν την επιστήμη της Ψυχολογίας, αλλά είναι ευφάνταστα και διασκεδαστικά και “πουλάνε”.                             Λαμβάνοντας υπ’ όψη τους “αποδέκτες” της δήλωσης, εγχώριους και μή, συγκεκριμένους ή “αόριστους” αλλά και την άρρηκτη σχέση της “πολιτικής επιβίωσης” με την “πραγματική” κυριολεκτική επιβίωση, παρουσιάζω και τη δική μου, υπεραπλουστευμένη συμμετοχή στην απαξίωση της επιστημονικότητας της Ψυχολογίας και στην εμπορικοποίηση της:
TEST: ΠΟΣΑ ΛΑΘΗ “ΒΛΕΠΕΙΣ” στα λόγια αυτά; ®                                   «Να έχουν την ευλογία να αισθάνονται καλά και να είναι ευτυχισμένοι στην ψυχή τους. Όσοι δεν είναι καλά στην ψυχή τους, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της χώρας τους, ούτε τα προβλήματα της Ευρώπης, ούτε τα προβλήματα του κόσμου ολόκληρου».                           ΑΠΑΝΤΗΣΗ:  > Κανένα  > Ένα  > Δύο  > Τρία  > 4                                   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ: Αν απήντησες…                                                                 Κανένα:  Τα πνευματικά “αντανακλαστικά” σου είναι μάλλον μειωμένα.    Ένα:       Τα  πνευματικά “αντανακλαστικά” σου είναι ενεργά.                  Δύο:        Τα  πνευματικά “αντανακλαστικά” σου είναι καλά                     Τρία:       Τα  πνευματικά “αντανακλαστικά” σου είναι αξιόλογα.              Τέσσερα: Εξήγησε & Μοιράσου                                                    
Πέραν του σαρκασμού του “Test” οι εξηγήσεις μου είναι αποτέλεσμα πολύ σοβαρής σκέψης.                                                                                           ΛΑΘΟΣ 1.”Να έχουν την ευλογία να αισθάνονται καλά και να είναι ευτυχισμένοι στην ψυχή τους.”                                                                      Η ανθρώπινη “ψυχική” υγεία κλονίζεται. Η δε σύγχρονη επιστημονική αντίληψη είναι πως κλονίζεται με τρόπους παρόμοιους με τη σωματική. Και πως ο αριθμός εκείνων που πάσχουν (ή τουλάχιστον, που πλέον αναγνωρίζεται πως πάσχουν) αυξάνεται στίς σύγχρονες κοινωνίες.             Όσοι (ήδη) πάσχουν, αν δεν είναι “ευλογημένοι”, είναι καταραμένοι;       Και από ποιόν; Ερώτημα που επιβαρύνει την υπάρχουσα κατάσταση.       ΛΑΘΟΣ 2“Όσοι δεν είναι καλά στην ψυχή τους, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της χώρας τους, ούτε τα προβλήματα της Ευρώπης, ούτε τα προβλήματα του κόσμου ολόκληρου.”                         Αν ο αποδέκτης εδώ είναι ο “εκτός συνόρων”, τότε το να αποκαλείς τον “εχθρό” σου ανίκανο είναι τουλάχιστον ριψοκίνδυνο.                                   Αν πάλι αναφέρεσαι αόριστα σε όλους τους πάσχοντες (προφανώς και στους ομοεθνείς, “υψηλού κινδύνου” λόγω των εθνικών καταστάσεων που βιώνουν), υπονοείς πως, ιεραρχικά, προφανώς αδυνατούν να διαχειριστούν και τα προσωπικά τους προβλήματα, πέραν των “Ευρωπαικών” ή “παγκοσμίων”.                                                                  Άρα, εκείνοι που έχουν κλονισμένη ψυχική υγεία, είναι και καταδικασμένοι σε αδυναμία επίλυσης προβλημάτων, δηλαδή επιβίωσης.                           Τεράστια απαισιοδοξία (και μεταδιδόμενη ως ιός) για κάποιον που “έπεσε στη μαρμίτα.” Για εμψύχωση δε, ούτε λόγος.                                                Σίγουρα κανείς δεν έχει την απαίτηση ένας πολιτικός να είναι ψυχολόγος, ή ψυχίατρος. Όλοι όμως, εκείνοι με ήδη κλονισμένη ψυχική υγεία, εκείνοι που κινδυνεύουν από κλονισμό αλλά και οι “υγιείς”, έχουν (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να έχουν) την απαίτηση από τους “ηγέτες” τους να αντιλαμβάνονται πως δεν τους επιτρέπεται να παριστάνουν τον ψυχολόγο ως αρθογράφοι του Cosmopolitan, ή προσκεκλημένοι πρωινής τηλεοπτικής εκπομπής. Οι πολίτες μίας χώρας (και δή μίας που δοκιμάζεται) έχουν ανάγκη από αποτελεσματική ηγεσία και όχι τετριμμένη και άστοχη “ψυχανάλυση”.                                                                           ΛΑΘΟΣ 3. Το πολιτικό “παιχνίδι”, είναι κάθε άλλο παρά παιχνίδι.               Η πολιτική προκύπτει από την σκληρότερη, πλέον ανελέητη αντίληψη του ανθρώπου περί επιβίωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι κανόνες είναι συγκεκριμένοι: Είτε είσαι α) ισχυρός και επιθετικός, είτε β) αμυντικός αλλά ισχυρός, είτε γ) αδύναμος και αμυνόμενος αλλά ευέλικτος και κυρίως με επίγνωση του αν η στιγμή είναι κατάλληλη για “εξυπνάδες”.                        Όταν είσαι ηγέτης μίας χώρας που είναι δεδομένο πως δεν είναι το α) ή το β) τότε είναι επικίνδυνο να αγνοείς τα χαρακτηριστικά του γ).               Όταν στερείσαι δύναμης και δέχεσαι επίθεση σε όλα τα μέτωπα, πρέπει να αντιλαμβάνεσαι ποιά είναι η κατάλληλη στιγμή της αντεπίθεσης και εν τω μεταξύ να είσαι ευέλικτος, δηλαδή διπλωματικός.                       Οφείλεις να αντιλαμβάνεσαι έγκαιρα, πρίν εκφραστείς (απλό, για ένα πραγματικό “ηγέτη”) ποιοί σε ακούν και ποιές θα είναι οι ουσιαστικές, έστω και πιθανές, επιπτώσεις των λεγομένων σου στον λαό σου. Τις περισσότερες φορές είναι προτιμότερο να μην εκφραστείς, αλλά αν επιλέξεις να το κάνεις, ο λόγος σου πρέπει να χαρακτηρίζεται από εξόχως σοβαρά επιχειρήματα και όχι σοβαροφανείς, εκτός κλίματος αοριστολογίες, που θίγουν πρόσωπα και όχι καταστάσεις.                           Όταν ο (πολιτικός) λόγος προτρέχει της διανοίας, οι επιπτώσεις μπορεί να αποδειχθούν σοβαρότατες και το τίμημα δεν είναι προσωπικό ή πολιτικό, αλλά εθνικό.
 Το λυπηρό (και ταυτόχρονα τρομακτικό) είναι πως το πολιτικό παιχνίδι δεν είναι ποτέ αυτό που δείχνει. Αν οι δηλώσεις δεν είναι προσωπική επιλογή ενός πολιτικού, αλλά είναι και αυτές κατευθυνόμενες (είτε υπό τύπον εντολών, είτε υπό τύπον πολιτικών συμβουλών) τότε, πιθανώς, καμία “εξήγηση” και κανένας “κανόνας” δεν μας σώζει.                                 Όμως οι απαιτήσεις των πολιτών οφείλουν να μην εκλείψουν.                                                                           

Homo Cretinus

Standard

(scroll down for English)

Black Friday…                                                                                             Και ιδού οι εγχώριοι (παρόμοιοι με τους ανα τον κόσμο) εκρόσωποι του είδους “Homo Cretinus”.                                                                         Hθικοί αυτουργοί μερικών (;)  από τα σύγχρονα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και του πλανήτη.
Εκμετάλλευση και παιδική εργασία; Φυσικά επακόλουθα της αγοραστικής τρέλας και του “θέλω κι άλλο”.                                                                       Πολυεθνικές που ορίζουν την τύχη της ανθρωπότητας;  Όποιος εξακολουθεί να εκπλήσσεται και να αναρωτιέται, απλά υποκρίνεται.   Μία Γή που αργοπεθαίνει; Αποτέλεσμα κι αυτό της υπερκαταναλωτικής μανίας των όχλων, που μέρα νύχτα κρατάει τα “καμίνια” των βιομηχανιών αναμμένα.
Το (κωμικο)τραγικό είναι πως (και) σε αυτή τη χώρα της εικονικής πραγματικότητας και του απόλυτου «δήθεν», όλοι αυτοί και αυτές, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, σε κάποιες στιγμές απύθμενης υποκρισίας, θα ονομάσουν εαυτούς σοσιαλιστές και θα αφορίζουν τον καπιταλισμό. Εκείνον “των άλλων”, βέβαια.
Ο καπιταλισμός δεν έγινε τυχαία το τέρας που είναι. Οι άνθρωποι το τρέφουν. Όλοι μας, λίγο πολύ. Και κάποια στιγμή, το τέρας θα μας καταπιεί όλους μας.                                                                                   Και τότε, το “μαύρο” δεν θα είναι για μία ημέρα μόνο.                               Θα είναι για ολόκληρες ζωές.
Black Friday…                                                                                           And behold, the indigenous (similar to the universal) species “Homo Cretinus”.                                                                                    Abettors of some of the most hideous crimes against humanity and the planet.                                                                               Exploitation and child labor?                                                                 Nothing but “natural” consequences of the buying disease.  Multinational corporations that define the fates of people? Nobody is entitled to act surprised or wonder.                                    The Earth dying a painful death?                                                              A direct result of the senseless, over consuming madness of mobs that fund the murdering factories.
The irony is that people, in utmost hypocrisy, do not hesitate to call themselves “democrats”, “socialists”, “environmentalists” etc. and are usually eager to condemn capitalism! The capitalism of “others”, that is…
Capitalism hasn’t become the monster that it is, by accident.  It is humans that feed it. All of us, more or less. And sooner or later, it will devour us all.                                                                               And then, “black” will not be for just one day. It will be for entire lifetimes.

Αρτεμις / Artemis

Standard
(scroll down for English)
Η μητέρα μου βρέθηκε στην Αμερική σε σχετικά μεγάλη ηλικία. 
Παρά την ηλικία της και τα προβλήματα υγείας, επέμενε πως, πριν πάρει την υπηκοότητα, θα έπρεπε να μάθει Αγγλικά. Επειδή, απλά, αυτό ήταν το σωστό…
Ξεκίνησε απογευματινά μαθήματα στο τοπικό σχολείο και μερικές μόνο ημέρες μετά, η δασκάλα της με είχε πάρει τηλέφωνο και φανερά συγκινημένη, μου είχε πεί πόσο “ξεχωριστός άνθρωπος είναι η Άρτεμις”…
Μετά από λίγα μόλις μαθήματα, έγραψε αυτή την “Έκθεση” που ξαναβρήκα 30τόσα χρόνια μετά και που μου θύμισε ακόμη μιά φορά πόσο πολύ και γιατί μου λείπει…

2-artemis

My mom found herself in the USA in the latter part of her life.
Before becoming naturalized, despite her age and health issues, she insisted that she had to learn English. Simply because that would be the right thing to do…
She started taking evening courses at the local school and it was only a few days later that I got a very emotional call from her teacher who “just wanted to say what a special person Artemis is”…
After very few lessons, she put together this “composition” which I rediscovered 30 something years later and which reminded me once again the reasons why I miss her so much…

                       2-artemis

Ψητα Λαχανικα με γεμιση / Broiled Veggies with a filling

Standard
combine_images
(scroll down for English)
Λατρεύω τα λαχανικά. Ωμά, είναι σαλάτα. Μαγειρευμένα, είναι κανονικό γεύμα. Όπως και να ‘ναι, είναι υπέροχα. Όταν αποφασίζω να τα μαγειρέψω, τα προτιμώ στο φούρνο ή, ακόμη καλύτερα, στη σχάρα, με κάποια γέμιση. Και δεν αναφέρομαι στα “γεμιστά”. Το να πειραματίζεσαι με τη γέμιση έχει πολύ πλάκα και το αποτέλεσμα είναι σχεδόν πάντα απολαυστικό.                                                                                               Τις προάλλες, ήθελα να συμπληρώσω την ψαρόσουπα που είχε το σπιτικό μενού και σκέφτηκα πως μερικά ψητά λαχανικά θα ήταν ο τι πρέπει. Συν του ότι ήταν ευκαιρία να δοκιμάσω ένα συνοδευτικό, γεμιστό λαχανικό, κατάλληλο για ψάρι. Για την περίπτωση, το συρτάρι του ψυγείου μου μου έδωσε κόκκινες πιπεριές Φλωρίνης (τέλειες για ψήσιμο) και τομάτες. Όλα μεγαλούτσικα, φυσικά.  Έκοψα το πάνω μέρος κάπως έτσι…

combine_images

Αφαίρεσα τους σπόρους (πολύ προσεκτικά για να μη σπάσουν οι πιπεριές) και “γούβωσα” τις τομάτες με ένα κουταλάκι στρογγυλό. Δεν αφαίρεσα πολύ σάρκα, καθώς αυτό, στο παρελθόν, είχε σαν αποτέλεσμα να ανοίξει η τομάτα κατά το ψήσιμο. Μόνο αρκετή για να χωρέσει μία καλή ποσότητα γέμισης. Τα “καπάκια” από τις πιπεριές και ο τι αφαίρεσα από τις τομάτες, τα έβαλα στο multi και τα κράτησα για μετά.                        Γιά τη Γέμιση, τα βασικά συστατικά, ήταν: > τυρί ΦΕΤΑ (250γρ για 6 λαχανικά) > 1 μικρή κονσέρβα ΤΟΝΟ σε νερο (όχι λάδι!), καλά στραγγισμένο. Σε ένα μπόλ, έλιωσα τη φέτα με ένα πηρούνι, πρόσθεσα τον τόνο και ανακάτεψα καλά. Και σε αυτό το σημείο, άρχισε η διασκέδαση… Πρόσθεσα 1 κ.σ. άσπρο βαλσαμικό ξύδι (ή μηλόξιδο), 1 κ.γ. μέλι, 1 κ.σ. λεμόνι, 1/2 κ.σ. καλή μουστάρδα και τον “πουρέ” από το multi, σταδιακά, όσο χρειάστηκε, για να μην γίνει η γέμιση πολύ νερουλή. (Αν σας “βγεί” πολύ νερουλή, προσθέστε λίγο ακόμη φέτα ή λίγο τριμμένη φρυγανιά). Tέλος, τα απαραίτητα Μπαχαρικά. Προτιμώ τα μείγματα και έχω πάντα μια ποικιλία στο ντουλάπι. Αυτή τη φορά επέλεξα μείγμα BBQ, Grill mix και Λεμονοπίπερο. Έβαλα τη γέμιση στο ψυγείο και ξεκίνησα το επόμενο κρίσιμο στάδιο για το Κλείσιμο των Λαχανικών. Αν τα λαχανικά δεν είναι καλά κλεισμένα, θα είναι δύσκολο να ψηθούν (σχεδόν αδύνατον στη σχάρα) χωρίς να ανοίξουν και να χαθεί η περισσότερη γέμιση. Έχω πειραματιστεί αρκετά με το συγκεκριμένο και έχω καταλήξει σε μία λύση πρακτική και πολύ νόστιμη! Θα χρειαστείτε ψωμί, (από το φούρνο) ένα μαλακό, αφράτο τύπο. Κόβετε σχετικά χοντρές φέτες. Από τη κάθε φέτα, κόβετε ένα κομμάτι ανάλογο με το άνοιγμα του λαχανικού. Το αλείφετε με λίγο ελαιόλαδο με σκόρδο και ρίγανη.                                                                                                     Γεμίζετε τα λαχανικά έως λίγο πάνω από τη μέση. (Tip: Αν οι τομάτες δεν είναι πολύ ώριμες, πασπαλίστε προηγουμένως το εσωτερικό με λίγη ζάχαρη.) Αφού γεμίσετε, βάλτε ένα κομμάτι ψωμί στο άνοιγμα (όχι σαν σφήνα, αλλά σαν καπάκι) και προσεκτικά σπρώξτε αρκετά μέσα πιέζοντας από τα πλάγια. Όσο πιο αφράτο το ψωμί, τόσο καλύτερα θα “προσαρμοστεί” στο άνοιγμα και θα το “σφραγίσει”.                         Αλείφετε με λίγο ελαιόλαδο και τα λαχανικά είναι έτοιμα για το φούρνο (σε ταψί, ασκέπαστα) ή, ακόμη καλύτερα, για τη σχάρα, αν έχετε το χρόνο, την υπομονή και την ψησταριά. (Tip: Προσπαθείστε να τοποθετήσετε τα λαχανικά όσο πιο “όρθια” γίνεται για να μην αδειάσει η γέμιση και τα ψωμάκια να παραμείνουν τραγανά!) ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ!  Και να θυμάστε: Το να πειραματίζεσαι, είναι τελικά το μυστικό για ευχάριστη σπιτική μαγειρική. Απλά, όταν το κάνετε, καλύτερα να είστε μόνοι στην κουζίνα. Η παρουσία και οι αντιδράσεις άλλων, αναπόφευκτα θα επηρεάσουν αρνητικά την φαντασία και την τολμηρότητα σας. Ας το δοκιμάσουν πρώτα. Κι αν αρέσει στην/στον σύζυγο, τα παιδιά σας, και τη πεθερά σας, ξέρετε οτι έχετε πετύχει… 
I just love vegetables.                                                                         When raw, they are salads. When cooked, they are meals.             Either way, they are delicious.                                                                 When I decide to cook them, I prefer ’em broiled or grilled. And most of them are great with a filling of some sort. Experimenting with different fillings can be great fun and the end result is rarely, if ever, disappointing.                                                                 The other day I wanted to complement the fish soup that was on the home menu, and figured that some baked vegetables would be just right. It was also yet another opportunity for me to experiment with a new filling and come up with a filled vegetable appropriate for fish.                                                             As far as vegetables are concerned, my fridge drawer “produced” on this particular occasion, sweet red peppers and tomatoes. They were a bit on the large side, naturally.                                         I cut off the top pretty much like so…
combine_imagesI removed the seeds from the peppers -very carefully, so as to not break the vegetable- and hollowed out the tomatoes with a spoon. I didn’t remove too much flesh from the tomatoes, for in the past, doing so, resulted in the tomato “opening up” during baking; just enough to make room for a decent quantity of the filling. The cut-off tops of the peppers and the inside of the tomatoes, were puréed in a blender and saved for later.             For the Filling, my basic Ingredients were: Greek “Feta” cheese, about 250gr for 6 vegetables. In my humble opinion, true “Feta” -not just any white cheese that imitates it- is one of the best cheeses in the world and simply perfect for vegetables. Still, I imagine that other types of cheeses could be used.             > small can of TUNA in water (not oil !), well drained.                      In a bowl, I mashed the Feta with a fork, added the tuna and mixed well. From this point on, the fun began…  > I added 1 tbsp white Balsamic vinegar, 1 tsp honey, 1 tbsp lemon, 1/2 tbsp quality mustard and the puréed veggie “remains” -gradually, just enough so as to avoid making the filling too watery- and I mixed again. (Tip: You don’t want your filling to be too watery, because if it is, it will start oozing out of the veggies during cooking. In case it does come out too runny, add some more cheese and/or maybe about a tsp of bread crumbs.)                       Finally, it was time to consider the appropriate, all necessary, Spices. I love spice mixes and always keep a wide variety in my cabinet. I chose BBQ mixmixed Grill  and Lemon pepper.                                                                                                    Let the filling rest in the fridge, while preparing the important final step: > Closing the veggies! Unless the veggies are well “sealed” they will be difficult to bake and nearly impossible to grill, without losing most of their filling. I’ve experimented a lot on this and have come up with a solution that is practical and very tasty! You will need bread… Preferably from the baker’s and a soft type. Cut relatively thick slices and then, depending on the size of the opening of each veggie, cut a piece off the slice (don’t remove the crust!). Brush on some olive oil and sprinkle some garlic powder (or use real garlic if you are a fan) and some oregano. Put a decent quantity of filling in each veggie, about 3/4 full. (Tip: If your tomatoes are not quite ripe, sprinkle some sugar inside, before filling). Gently insert a bread piece -like a “lid”, squeezing the edges- in the openings  until they “seal”. The softer the bread, the better it will “adjust” to the opening and the better it will seal it. Your veggies are ready to be broiled or, better yet, grilled, if you have the means and the patience! (Tip:Try to place the veggies in the pan in an upright position, to avoid any leakage of the filling and keep the bread crisp!)           ENJOY!  And remember: Experimenting, is what home cooking is all about! (Tip: When experimenting in the kitchen, do so alone. In the presence of others, your imagination and boldness are bound to be limited by a comment, a grimace or, my personal favorite, the “silent scream” look…  Have ’em try it! If your spouse, your kids or your mother in law like it, you know you’ve got a hit!          

ΦΕΣΤΙΒΑΛ

Standard
Το 1986, βρισκόμουν στις ΗΠΑ και όπως κάθε χρόνο από τη στιγμή που έφυγα από την Ελλάδα, προγραμμάτιζα το καλοκαιρινό ταξίδι στη πατρίδα. Δύο συμφοιτητές μου, ένα πολύ συμπαθητικό ζευγάρι που είχα γνωρίσει σε μία από τις τάξεις μου και είχαμε αναπτύξει μία φιλική σχέση, μου είχαν πει πως αποτελούσε όνειρό τους να επισκεφτούν τη χώρα μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το άκουγα αυτό. Είχα διαπιστώσει από νωρίς πως τα “αμερικανάκια”, όπως σχεδόν όλοι οι συμπατριώτες μου εντός και εκτός ΗΠΑ τους αποκαλούσαν, θεωρούσαν την Ελλάδα ένα μαγικό προορισμό. Γνώριζα όμως πόσο δύσκολη είναι για το νεαρό, και δη φοιτητή, Αμερικανό, η απόφαση να ταξιδέψει. Το χρήμα μπορεί να υπάρχει μεν, αλλά, όπως είχα διαπιστώσει ο ίδιος από προσωπική εμπειρία, βγαίνει πολύ δύσκολα. Όταν τους είπα πως θα χαιρόμουν να τους φιλοξενήσω, σχεδόν δάκρυσαν από τη χαρά τους.
Ο Steve και η Nancy έφτασαν στην Ελλάδα λίγο μετά από εμένα και έμειναν στο σπίτι μου στο Παλαιό Φάληρο. Τα πρόσωπα τους έλαμπαν από χαρά συνεχώς. Έβρισκαν τα πάντα όμορφα. Δεν θυμάμαι στη ζωή μου να έχω ακούσει τόσα πολλά “ευχαριστώ” από το ίδιο στόμα.         Ένα βράδυ, καθόμασταν στο μπαλκόνι με μπυρίτσα και μεζεδάκια φτιαγμένα από τα χέρια της μητέρας μου. ‘Ήταν και οι δύο ενθουσιασμένοι. Συζητούσαμε το “πρόγραμμα” των επόμενων ημερών και παρ’ όλο που εγώ δεν ήμουν ποτέ fan της Μυκόνου, θεώρησα πως θα ήθελαν να την επισκεφτούν. “Actually,” μου λέει ο Steve, “ελπίζαμε πως θα μπορούσαμε να πάμε στην Επίδαυρο και να δούμε μία παράσταση εκεί. Αποτελεί όνειρό μας κι αυτό.”                                             Όλο εκπλήξεις ήταν τα “αμερικανάκια”…                                             “Βεβαίως” απήντησα.                                                                                 Πέντε Έλληνες, η γυναίκα μου κι εγώ, δύο παιδικοί φίλοι, ο ένας από αυτούς με τη Σουηδέζα φίλη του και δύο Αμερικανοί, ξεκινήσαμε για Επίδαυρο και, αν δε με απατά η μνήμη μου, τους Βάτραχους του Αριστοφάνη.                                                                                             Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της μαγευτικής διαδρομής, θυμάμαι πως παρακάλεσα τον Steve και τη Nancy να σταματήσουν πια να με ευχαριστούν.
Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στα συναισθήματα που δημιουργεί ο χώρος του θεάτρου της Επιδαύρου. Όποιος έχει βρεθεί εκεί καταλαβαίνει.           Οι ξένοι γύρω μου ήταν όλοι συνεπαρμένοι.                                               Οι Αμερικανοί φίλοι μου είχαν μειώσει τα ευχαριστώ αλλά, χαμηλόφωνα, επαναλάμβαναν συνεχώς κάτι καινούργιο: “Δεν μπορώ να το πιστέψω… Δεν μπορώ να πιστέψω πως βρισκόμαστε εδώ!”                                       Όταν έσβησαν τα φώτα, η Nancy έπιασε το χέρι του Steve, ο οποίος γύρισε και με κοίταξε με ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης. Ομολογώ πως αισθανόμουν περήφανος. Ήταν μία μαγική, αξέχαστη στιγμή.
Η οποία, δυστυχώς, δεν κράτησε πολύ…
Ξαφνικά, εκεί στο μέσον του ιερού χώρου, εμφανίστηκαν οι ηθοποιοί με αμφίεση Αμερικανών gangsters του ’20 και κρατώντας Tommy guns και ο χορός, με αμφίεση a la Charleston, άρχισε να κινείται ακαλαίσθητα, υπό τον ήχο ανάλογης μουσικής.                                                               Ένιωσα σαν να με κλότσησαν στο στομάχι. Η περηφάνια μου μετατράπηκε σε ντροπή. Μέσα στο μυαλό μου, ο μόνος ήχος που θα μπορούσε να καλύψει τον απόλυτα παράταιρο και ανάρμοστο ήχο της συγκεκριμένης μουσικής, ήταν ο ήχος των οστών του Αριστοφάνη που έτριζαν. Η απογοήτευση είχε αποκτήσει σάρκα και οστά και ήταν παντού τριγύρω μου, καθισμένη ανάμεσα στους θεατές. Δεν είχα το θάρρος να στρέψω το βλέμμα μου προς τους Αμερικανούς φίλους μου. Προς κανένα παριστάμενο. Ήταν μία από τις πλέον προσβλητικές στιγμές που έχω βιώσει και διήρκεσε μία αιωνιότητα. Το τέλος του δράματος (με τη σύγχρονη, καθημερινή έννοια της λέξης) συνοδεύτηκε από το χλιαρό, αμήχανο χειροκρότημα μερικών. Προσωπικά, ευχήθηκα να είχα μαζί μου ντομάτες και αυγά. Αρκετά για προσωπική χρήση, αλλά και για να μοιράσω γύρω μου.                                                                       Αναχωρήσαμε όλοι μουδιασμένοι. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της επιστροφής, παραμείναμε σιωπηλοί και μόνο τα ξεκαρδιστικά σχόλια του ενός Έλληνα φίλου μου κατάφεραν να σώσουν τη στιγμή (και την ημέρα) από ολοκληρωτική καταστροφή. Τα λόγια του Steve μετρίασαν κάπως την απογοήτευση: “Εξακολουθώ να είμαι ευγνώμων που βρέθηκα εκεί.”   Το συναίσθημα της απογοήτευσης όμως επανήλθε και συνοδεύτηκε από θυμό και απορία όταν, λίγο καιρό μετά, διάβασα τις διθυραμβικές κριτικές για τη συγκεκριμένη παράσταση, τον εμπνευστή και τους συντελεστές καθώς και το ότι θα παρουσιαζόταν και στο εξωτερικό. 
Αφορμή να θυμηθώ τα παραπάνω, απετέλεσαν τα πρόσφατα γεγονότα με το καλλιτεχνικό φεστιβάλ.                                                                       Η δυσπιστία μου προς το Ελληνικό θέατρο παραμένει έντονη από εκείνο το καλοκαίρι του ’86 στην Επίδαυρο. Ίσως άδικα, αφού και η καλλιτεχνική φύση του Έλληνα είναι αναμφισβήτητη (όπως άλλωστε και όλου του ανθρώπινου γένους)  και είμαι σίγουρος πως υπάρχει αξιόλογο Ελληνικό θέατρο κάπου εκεί έξω. Έτυχε, ας πούμε, να δω πριν μερικά χρόνια, μία αξιόλογη θεατρική παράσταση από ένα ερασιτεχνικό θίασο, ακόμη κι εδώ, στο μικρό τόπο που μένω.                                                                           Όμως, γενικά σε αυτή τη χώρα, και κυρίως σε κρατικό επίπεδο, τις τελευταίες δεκαετίες στηρίζεται, προωθείται και έχει επικρατήσει το μέτριο, στη καλύτερη των περιπτώσεων. Τουλάχιστον, σύμφωνα  με τη προσωπική μου αισθητική και αντίληψη περί θεατρικής τέχνης,                 Το γεγονός αυτό, δίνει το δικαίωμα σε οποιονδήποτε, και βέβαια στη “κατάλληλη” στιγμή, να θεωρήσει πως έχει τη δυνατότητα να προσφέρει κάτι καλύτερο.                                                                                                 Σαν Έλληνας προσβάλλομαι όταν κάποιος ξένος, με τις ευλογίες των εγχώριων “αρμοδίων”, καλείται να εκτοπίσει και να αντικαταστήσει το Ελληνικό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι.                                                                 Από την άλλη όμως, έχω ήδη προσβληθεί επανειλημμένως ως θεατής από την “εγχώρια” τέχνη.                                                                           Σαν αποτέλεσμα, και παρότι ομολογώ πως ούτε γνώριζα ούτε και τώρα γνωρίζω περισσότερο τον κο Jan Fabre και τα έργα του, καταλήγω σε ένα πολύ απλό συμπέρασμα:                                                               “Όμοιος ομοίω… “
Βέβαια, ο κος Fabre παραιτήθηκε…                                                           Κάτι που δεν έχουν κάνει ποτέ κάποιοι που κανονικά θεωρώ πως είχαν διαφορετικούς αλλά εξ ίσου σοβαρούς λόγους για να το κάνουν… 
 

 

ΣΑΝΓΚΡΙΑ / Sangria

Standard
Σήμερα ξαναέφτιαξα Ανγκρία… Δανγκρία… (χικ) … Ζανγκρία… ΓΜΤ… Αυτό το Ισπανικό κρασί…  Εύκολο, οικονομικό και υπέροχο. Σκέφτηκα να μοιραστώ τηη,  εεε , α ναι, τη συνταγή… (χικ) …
ΣΥΣΑΤΙΚΑ:                                                                                                  – Κόκκινο κρασί… ή ροζέ… Να είναι καλό, επώνυμο! Εγώ πήρα από τo μπάρμπα Μήτσο… Πολύ καλή χρονιά. Σε πλαστικό μπουκάλι… Τέλος πάντων, δεν είναι ανάγκη να είναι και τέλειο το κρασί… Βασικά, να μη ξυνίζει… Εδώ που τα λέμε, όσο πιό φτηνό είναι, τόσο περισσότερο μπορείτε να πειραματιστείτε μέχρι να φτιάξετε τη Σανγκρία του γούστου σας.                     – Γιά κάθε λίτρο κρασιού υπογολίστε ένα με δύο (ανάλογα το μέθεγος) από τα παρακάτω φρούτα: Μανταρίνι, πορτοκάλι, μήλο, δαμάσκην0 (απορηξαμένο) και φράουλες, που είναι και της εποχής.  Αφαιρείτε τη φλόυδα και τα κόβετε σε κοταμάκια… Όχι πολύ μεγάλα, ούτε και πολύ μικρά… Το μέγεθος εξαρτάται από το πόσο από το κρασί έχετε δοκιμάσει, πρίν αρχίσετε να κόβετε… Εγώ, ας πούμε, τα έβαλα σχεδόν ολόκληρα γιατί δυσκολέυτηκα λίγο με τα μαραίχι (χικ)… Καλό είναι να τα κόψετε πάντως…                                                              – Μάβρες και ξανθές γκόμ… έεεε σταφήδεΣ… Μία φούχτα, σύνολο… Πιό πολλές μάβρεσ…                                                                                          – Μοσχοκάρυδο ή κανέλα, προεταιρικά… προιστορικά… προ…                  Αμα Θέλετε… Εγώ έβαλα.  Ελάχιστο…                                                        – Λίγο μέλι (αν σας αρέσει το λίγι γλυκό κρασί)                                              – Λίγη Μαυροδάφνη (αν θέλετε, για άρωμα).                                                  – Ένα κεσεδάκι γιαούτρι.
Καλού κακού, διπλασιάστε τα διαθέσιμα υλικά γιατί είναι σίγουρο πως όσο ετοιμάζετε, θα δοκιμάζετε απ’ όλα, οπότε η πρώτη παρτίδα καταναλώνεται επί τόπου…
ΕΚΤΕΛΕΣΟΙ:                                                                                               Βάζετε το κρασί σε μία καρατσόλα και το ζεσταίνετε λίγο… Να μη βράσει… Ρίχνετε μέσα (ΠΡΟΣΟΧΗ! ΜΕΣΑ!) τα φρούτα και τα υπόλοιπα υλικά (εκτός από τη Μαυροδάφνη και το γιαούρτι).                                                             Αφήνετε να μείνει 24 ώρεσ… Μη δοκιμάζετε συνέχεια, ενδιάμεσα, γιατί όταν θα έρθει η στιγμή που κανονικά θα ήταν έτοιμο, θα έχει τελειώσει και θα ξαναρχίζετε από την αρχή…                                                                       Στο 24ωρο, αφαιρείτε τα φρούτα τα οποία “χτυπάτε” με το γιαούρτι και μέλι επί τόπου, πρίν πάρουν χαμπάρι οι υπόλοιποι. Εναλλακτικά, τα αφήνετε μέσα στο κρασί και προσθέτετετε Μαυροδάφνη ανάλογα… Πίνετε κρύο, σε ποτήρι (αν αντέξετε να μη πιείτε από το μπουκάλι) με μία φέτα λάιμ και ένα φύλλαράκι δυόσμο για διακόσνηση και με πολύ λίγο πάγο, προρεραι…  εεε, προεταιρ… προ…
Εις υγείαν!  (χικ)

Today, I made Wangria… (hick) Dangria… Darn! That Spanish wine, with fruit… Easy, inexpensive and totally awesome… Thought I’d share the … uhhh, the … oh yeah,  recipe … (hick)

INDREGIENTS:

– Red or Rosé wine. Pick a good, famous brand, like I did. Got it from a local grocery store. Good year… In a plastic bottle…  (hick).  Well alright, it doesn’t have to be an expensive wine. Actually, a cheap one works great. And the cheaper it is, the more you can experiment, until you make a Sangria to your liking.                                                            – For every liter of wine, use one or two -depending on the size and how fruity you want your wine- of the following fruit: Orange, Tangerine, Apple, Prune (dried is fine) and Strawberry. Peel or skin and cut into pieces. Not too big, not too small. The final size, actually depends on how much of the wine you have tried already. I, for instance, used almost whole fruit, for I was having a bit of trouble with the naif… (hick) …  They should be cut, nonetheless.                                                                                          – Black and golden raisins. About a cup… More black ones.                                                                                                          – Very little nutmeg or cinnamon, if you happen to like these. But go easy on them.                                                             – A spoonful of honey.                                                                       – One cup of Greek Mavrodaphne wine.                                     – Natural Yoghurt

Just to be on the safe side, double all above ingredients cause you are probably going to be nibbling throughout the process and the first bunch is going to run out very quickly.

PROCEDURE:

Put all the wine in a pot and warm it up a little. Remove from heat and put all the ingredients -except the Mavrodaphne and the yogurt- in the wine. Managing to put them IN the pot might prove to be tricky… This is common when preparing anything with wine… Let it sit for about 24 hours. DO NOT keep trying during this period because if you do, by the time it would normally be ready, it will be finished and you’ll have to start over. After 24 hours, remove fruit from wine, place them in a bowl, add the yogurt and some honey and eat them in stealth mode before anyone else finds out what you are doing. Alternatively, you can leave the fruit in the wine and add Mavrodaphne to taste. Serve cold with a slice of lime and a mint leaf.

Cheers! (hick) …   

Ειρωνειες / Ironies

Standard
(scroll down for English)
Ειρωνεία:  1. Ασυμφωνία μεταξύ Απόψεων/Πεποιθήσεων και                                                Γεγονότων.  2. Γεγονός/Περίσταση που                                                         είτε α. Χαρακτηρίζεται από τέτοια ασυμφωνία.                                               είτε β. Επιβεβαιώνει Απόψεις/Πεποιθήσεις.    
Από πολύ νωρίς στη ζωή μου, πιό νωρίς απ’ ότι ίσως θα έπρεπε, άρχισε να με απασχολεί η σκέψη “ποιός πραγματικά είμαι”. Ποιά είναι η “ταυτότητά” την οποία καθημερινά διαμορφώνουν οι συνιστώσες δυνάμεις του γεννετικού υλικού μου και των συσσωρευόμενων εμπειριών μου και η οποία καθορίζει τη συμπεριφορά μου στο μάταιο αυτό κόσμο. Σύντομα μετά την έναρξη των σπουδών μου, όταν “ανακάλυψα” την επιστήμη της Ψυχολογίας, η σκέψη αυτή άρχισε να παίρνει τη μορφή ήπιας (θεωρώ) εμμονής, ενώ, λόγω των νεοαποκτόμενων γνώσεων, το ερώτημα έγινε πιο συγκεκριμένο: “Μήπως τελικά είμαι πρωκτικός τύπος;” Για όσους, πιθανώς μη γνωρίζοντας, βγάλουν βιαστικά συμπεράσματα ή αναφωνήσουν  “Το ‘ξερα”, να διευκρινίσω πως αναφέρομαι σε ένα από τα στάδια ανάπτυξης του Freud.                                                     Freud! Τι ιδιοφυές, πιθανώς διαταραγμένο μυαλό… Θέλω να πώ, ο τύπος είχε απίστευτη φαντασία, αλλά μάλλον χρειάζονται και προσωπικά βιώματα για να αναπτύξει κανείς τέτοιες θεωρίες. Όπως και να ‘χει, οι θεωρίες αυτές αποτέλεσαν το έναυσμα για περαιτέρω (και περισσότερο επιστημονική) μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και εξακολουθούν να αποτελούν το καλύτερο “κράχτη” φοιτητών στα τμήματα Ψυχολογίας των πανεπιστημίων όλου του κόσμου. Αν και συνεπαρμένος κι εγώ, αρχικά, από τον Freud και τις ερμηνείες του, αποφάσισα μάλλον γρήγορα πως δεν ανήκω στη μερίδα εκείνη που επιδεικνύει θρησκευτική ευλάβεια σε αυτές, αλλά αντίθετα αμφισβητώ έντονα την πανανθρώπινη γενίκευση που τις χαρακτηρίζει. ( Άποψη/Πεποίθηση Νο 1.)
Επίσης σχετικά νωρίς, άρχισαν να με απασχολούν η σκέψη και η ανησυχία πως η παρουσία μου σε αυτό το κόσμο θα ξεχαστεί. Υποθέτω πως δεν είμαι ο μόνος. Πρόκειται για μία μάλλον ανώφελη ανησυχία, δεδομένου οτι είναι βέβαιο πως πολύ λίγοι, συγκριτικά, καταφέρνουν να παραμείνουν στις μνήμες των επομένων και οι περισσότεροι από εμάς είναι καταδικασμένοι να ξεχαστούν. Εντούτοις, πιστεύω πως είναι ακριβώς αυτή η σκέψη και αυτή η ανησυχία που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την εν ζωη συμπεριφορά μας, τις αποφάσεις και πράξεις μας, την ύπαρξη μας γενικότερα. Η επιθυμία και η ελπίδα πως η παρουσία μας και η συμμετοχή μας στα επίγεια δεν υπήρξαν τυχαία κοσμικά γεγονότα που θα περάσουν στη σφαίρα του ασήμαντου, αποτελούν (υποσυνείδητα ή όχι) μία από τις βασικές αιτίες του τρόπου που ο καθένας, με το τρόπο του, διάγει τη ζωή του. Οι ποιητές και οι συγγραφείς γράφουν λέξεις και οι μουσικοί νότες. Οι επιχειρηματίες επιχειρούν. Οι εγκληματίες εγκληματούν. Οι καλλιτέχνες ζωγραφίζουν και σμιλεύουν. Όπως όλοι, (φαντάζομαι) έτσι κι εγώ αφιερώνω σημαντικό κομμάτι της ύπαρξης μου σε ένα κυνήγι απατηλής αθανασίας, ελπίζοντας πως θα αφήσω ένα σημάδι πίσω μου. Πως θα καταφέρω να παραμείνω στη μνήμη των ζωντανών και το κόσμο αυτών. (Άποψη/Πεποίθηση Νο 2.)
Σχετικά νωρίς έδωσα τις δικές μου προσωπικές ερμηνείες και σε διάφορα Θρησκευτικά θέματα. Φερειπείν, ανέκαθεν μου άρεσε η ιδέα πως η ζωή είναι “πνοή” του Δημιουργού. Αυτό θα σήμαινε πως η ανθρώπινη ψυχή είναι μέρος της “ψυχής” του Δημιουργού. Άρα, όταν η ανθρώπινη ψυχή εγκαταλείπει το σώμα, επιστρέφει και ενώνεται και πάλι με το Δημιουργό. Άρα οι νεκροί, είναι εν μέρει Θεικοί και επομένως ικανοί να “βλέπουν” τα πάντα και πιθανότατα, να παρεμβαίνουν. (Άποψη/Πεποίθηση Νο 3.)
Σχετικά αργά συνειδητοποίησα την “ανωτερότητα” του θηλυκού γένους. Εντάξει, θεωρητικά τη γνώριζα, αλλά ως υπέρμαχος της (αν)ισότητας με γνώμονα τη προσωπικότητα και όχι το φύλλο, αρνήθηκα για πολύ καιρό να αποδεχθώ την ύπαρξη της. Τελικά όμως δεν θα μπορούσε παρά να παραδεχθώ πως ανωτερότητα υπάρχει και έγκειται κυρίως στην απόλυτη “εξουσία” που ασκούν οι γυναίκες στους άντρες “εκμεταλευόμενες” τη γεννετήσια ορμή αλλά και τον άρρηκτο συσχετισμό που έχουν με την ίδια τη ζωή, καθώς είναι εκείνες που την “υλοποιούν”. Είτε πρόκειται για πραγματική ανωτερότητα του θηλυκού, είτε για κατασκευαστική αδυναμία του αρσενικού, είτε για υπέρτατη δημιουργική σοφία, γεγονός είναι πως λίγα εγκόσμια συγκρίνονται με τη θηλυκή εξουσία-γοητεία και τις επιπτώσεις της στη “κατώτερη”, εύθραυστη και μονίμως ευάλωτη αρσενική ύπαρξη που, όπως φαίνεται, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό, από την αντίστοιχη θηλυκή. (Άποψη/Πεποίθηση Νο 4.)
Βρίσκομαι ξαπλωμένος σε κρεβάτι εντατικής φροντίδας στο νοσοκομείο, και επανακτώ σιγά σιγά τις αισθήσεις μου μετά τη νάρκωση του χειρουργείου. Δύσκολη στιγμή με ανάμικτα, έντονα συναισθήματα.                                      Να ‘μαι λοιπόν, ένας άνδρας με τις παραπάνω (πέραν πολλών άλλων) πεποιθήσεις, σε μία σωματικά και ψυχικά πολύ εύθραυστη κατάσταση και με τις σκέψεις περί θανάτου να αρνούνται πεισματικά να εγκαταλέιψουν τις εξέχουσες θέσεις που έχουν καταλάβει στο μυαλό μου.                                   Μία νοσοκόμα, μία αιθέρια ύπαρξη τόσο νέα, τόσο όμορφη, τόσο γλυκειά, τόσο θηλυκή, τόσο “ζωή”, εμφανίζεται ξαφνικά και κινείται σαν φτερωτός άγγελος γύρω από το κρεββάτι μου. Το “πέταγμα” της διαλύει τα μαύρα σύννεφα και δροσίζει το πρόσωπο μου. Η φρέσκια, μεθυστική οσμή της απαλύνει τους πόνους μου. Η πρώτη συνειδητή σκέψη υλοποιείται στο “μουδιασμένο” μυαλό μου και εκπλήσει και εμένα τον ίδιο: “Υπέροχος πισινός!”. Ο άγγελος μου σκύβει να μου πάρει τη πίεση και το απαλό χέρι της αγγίζει το δικό μου. (“Θεέ μου, πως είναι δυνατόν να έκανες το δέρμα τους τόσο απαλό;”) … Η ματιά και ο κουρασμένος νούς μου ξεχύνονται στη βαθειά κοιλάδα του στήθους της. Η καρδιά μου σκιρτά καθώς τα κερασένια χείλη της κινούνται:                                                                                                   -“Αερίζεστε κε Πα……….λε;”                                                                       -” ; … ; “                                                                                                     -“Κε Πα……….λε…;”                                                                       -“Ναι…;”                                                                                                   -“Αέρια έχετε;”                                                                                       -“Εεε, τι να σας πώ… Δεν το είχα σκεφτεί… Είναι σημαντικό;”                     -“… “                                                                                                     Πρίν προλάβω να επιμείνω στην ερώτηση μου, αυτή η πολύ παράξενη, παράμετρος της ανθρώπινης ύπαρξης που ονομάζεται μοίρα, αποφάσισε για μία ακόμη φορά να πραγματοποιήσει την, ως συνήθως, ανελέητη παρέμβαση της. Ναι, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, παρουσία μίας νέας γυναίκας της οποίας η ομορφιά, σαν απαλό, δροσερό αεράκι, κατάφερε να διαλύσει τα μαύρα, απειλητικά σύννεφα στο μυαλό και τη ψυχή μου, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η σκέψη ζωής χαστούκισε τη σκέψη του θανάτου, ο εγκλωβισμένος στα σφιγμένα από την αγωνία σωθικά μου αέρας, αποφάσισε να πραγματοποιήσει την ηρωική έξοδο του. Ο ήχος απόκοσμος, εκκωφαντικός… Οι φιάλες των ορών σείστηκαν, τα κρεβάτια του θαλάμου έτριξαν… Η ηλικιωμένη στο διπλανό κρεβάτι σταυροκοπήθηκε…                                                        -“Μπράβο κε Δημήτρη!”                                                                                “Μπράβο κε Δημήτρη”;;; Καλά, τι έγινε τώρα;! Μία κοπέλα σαν τα δροσερά νερά, μία σχεδόν τέλεια εκπρόσωπος του “ανώτερου” θηλυκού γένους, μόλις με συνεχάρη που την αμόλησα;                                                                         Για τα περισσότερα από τα 52 χρόνια μου, με απασχολεί η σκέψη του να μη ξεχαστώ, να αφήσω ένα σημάδι, ένα μικρό σημάδι πίσω μου… Χωρίς αυταπάτες, σίγουρα οχι σαν αυτά τα παγκόσμια και διαχρονικά ενός Όμηρου ή ενός Σωκράτη, ενός Shakespeare, ενός da Vinci, ενός Tolstoy ή ενός Tchaikovsky, ενός BB King, ενός Bruce Lee, ενός Lennon, ενός Χατζηδάκι, ενός Ελύτη, ή ενός Καζατζάκη…  Αλλά κάτι. Κάτι μικρό, ίσως ασήμαντο συγκριτικά, αλλά και δικό μου.  Και τώρα, κι ενώ οι πιθανότητες μειώνονται, υπάρχει περίπτωση να με θυμούνται για μία πορδή; Mία “πρωκτική” έκφραση; Τι ειρωνεία! Γιατί Θεέ μου; Γιατί τέτοια φάρσα; Εκτός αν…  Sigmund, παλιομπάσταρδε, μου τη φύλαγες; Δεν σου φτάνουν τα εκατομμύρια που σε θαυμάζουν ακόμη, έπρεπε να εκμεταλευτείς τη “γνωριμία” σου και να φροντίσεις να εκδικηθείς έναν ασήμαντο που σε αμφισβήτησε;
Δεν ξαναείδα την όμορφη νοσοκόμα μέχρι που έφυγα από το νοσοκομείο. Ευτυχώς! Δεν ξέρω αν θα άντεχα την αμηχανία. Μάλλον θα την άντεχα… Άντεξα τα υπόλοιπα, τα πιο σοβαρά.                                                        Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, το ζεστό χάδι του ήλιου στο πρόσωπο μου, με έκανε να ξεχάσω τις “βασανιστικές”, γεμάτες ειρωνεία στιγμές και για αρκετή ώρα, μία σκέψη μόνο κυριάρχησε  στο μυαλό μου: Η ζωή είναι μία ειρωνεία. Μεγαλώνοντας, διαπιστώνω πως, συχνά, το να τα καταφέρεις, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το “ποιούς γνωρίζεις”. Φαίνεται τελικά πως είχα κι εγώ κάποιες “γνωριμίες”, επίγειες και μη. Ο γιατρός μου, η οικογένεια μου και οι φίλοι μου ανήκουν στις πρώτες. Κάποιες “πνοές” στις δεύτερες. Είμαι βέβαιος πως η μάνα μου Τον παρακάλεσε να με προσέξει. Ο πατέρας μου, ως γνήσιος, πολυμήχανος Έλλην, μάλλον το “έπαιξε” αλλιώς: Με το τρόπο του, πάντα με έσπρωχνε για το καλύτερο. Έτσι και τώρα, φρόντισε να “μεσολαβήσει” για την αγγελική νοσοκόμα και παράλληλα τη σωτήρια “έκφραση” μου.΄Ηξερε πως μετά από κάτι τέτοιο, δεν υπήρχε περίπτωση να μη παλέψω για μία ευκαιρία να αφήσω τελικά κάτι λίγο πιο σημαντικό πίσω μου. Ναι, σίγουρα γέλασε καλύτερα, τελευταίος, μετά τον Freud. Και μαζί του κι εγώ…
Irony: 1. Incongruity between a conviction and a fact.                                2. An occurrence which either a. is characterized by                                 such incongruity or b. confirms the conviction.
Very early in my life -perhaps earlier than it should have- a certain thought crept into my mind and started troubling me. The question of “who I really am”; which is the true identity that every single living moment is shaped by the joint forces of my genetic make up and my accumulating experiences. The one that defines and dictates my behavior in this world.                Soon after beginning my university studies and discovering the science of Psychology, this thought developed into a minor -dare I say- obsession, while at the same time, due of course to all the newly acquired knowledge, my query evolved and, for a long while, became more specific: “Could it be that I am the anal type?” Now for those who, unknowingly and/or unwillingly, might rush into conclusions and cry out “I knew it!”, let me explain that I am referring to one of Freud’s developmental theories.                                                                                                 Freud… What an ingenious, “disturbed” mind! This man undoubtedly had an incredible imagination and ability for analytical thinking, but I would assume it requires some personal experiences too, in order to come up with such theories. In any case, these theories triggered a further, more scientific study of human behavior and are still today probably the best “advertising” used by Psychology departments of universities all around the world. Although initially fascinated myself by Freud, I eventually decided that I am not among his extreme devotees, but instead tend to doubt and question the generalizations that characterize his theories. (Conviction no 1.)
Something else which also started troubling my mind rather early, was the concern that my presence in this world will be forgotten. I imagine that I am not the only one with such a concern, however pointless or “foolish” it may be.  I am convinced that, although fully aware of the fact that comparatively very few humans will succeed in remaining in the memories of their successors, as most of us are doomed to be forgotten, it is this very concern where our motives, decisions and actions seem to stem from, and which defines to a great extent our behavior while alive. Our desire and hope that our own, brief participation in earthly matters was not a random, trivial cosmic event doomed to enter the sphere of the insignificant, constitute the main reasons for the way we choose -subconsciously or not- to lead our lives: Poets and writers write words. Musicians write notes. Entrepreneurs start businesses. Criminals commit crimes. Artists paint and sculpt…   I assume that, like many others, I too devote a significant part of my existence to a “hunt” for an illusory immortality, hoping that I will leave a mark behind. That at some point, I will be granted the chance to remain in the memories of the living, and in their world. (Conviction no 2.)
Some of my own explanations on religious matters, emerged relatively early too. For instance, I’ve always liked the notion that life is the “breath” of the Creator. That would mean that the human soul is a part of the “soul” of the Creator and when it leaves the body, it returns to and reunites with the Creator. So, the dead are partly divine and therefore capable of “seeing” all and possibly interfering.  (Conviction no 3.)
What dawned upon me relatively late, was the realization of the superiority of the female gender. I suppose that I had heard of the “theory”, but being an advocate of (in)equality based on personality rather than gender, I refused to accept it as a fact.  It may have taken me a bit longer, but I too now, like probably every other male, recognize that female superiority indeed exists; and it stems from the power women exercise over men by taking advantage of men’s libido as well as their own inextricable link with life itself. They are, after all, the ones ultimately carrying it into effect. Regardless of whether it is “true” female superiority, or male inferiority by “design”, or both, the fact remains that few things can be compared with the way the human female seems to affect the human male’s fragile and constantly vulnerable existence. (Conviction no 3.)
I’m lying on a hospital bed, in intensive care, slowly regaining consciousness after surgery. Very hard moments, filled with mixed, intense emotions. So, here I am, a man with the above -among other- convictions, in a rather vulnerable position, both physically and mentally, with the thoughts of death refusing to leave the distinguished places they have occupied in my mind. A young nurse, a creature so beautiful, so sweet, so feminine, so full of life, suddenly appears and begins to move around my bed like a flying angel. Her “flying” dissolves the dark clouds and cools my face. Her fresh, intoxicating essence soothes all my pain. My numb mind has its first conscious thought: “What a great behind!” My angel leans over me to take my blood pressure and her soft hand touches mine… “My God, how did you ever manage to make their skin so smooth?” My glance and my tired mind gallop in the deep valley of her breasts… My heart faints as her cherry lips move:                                             -“Do you have gas Mr. Pan………los?”                                                 -” … ”                                                                                                 -“Mr. Pan………los?”                                                                       -“Yes…”                                                                                                 -“Do you have gas?”                                                                                 -“Umm… I haven’t really thought about it… Is it important?”         -” … ”                                                                                                     Before I ever got a chance to repeat my question, that strange factor of human existence called fate, decided on yet another relentless intervention. Yes, at exactly that moment, in the presence of a young woman whose beauty had managed, like a gentle breeze, to chase away the menacing clouds from my mind and soul, just when the thought of life slapped hard the thought of death, the air trapped inside my clenched insides, decided to attempt its heroic exit. The sound unworldly… Serum bottles shook, beds creaked. The elderly woman in the next bed crossed herself.                                                                               -“There you go, Mr.Pan………los… Good job!”                        -“WTF???  What the hell did just happen here? Did a beautiful woman, a near perfect representative of the female gender, just congratulate me for breaking wind?                                                   For the most part of my 52 year old presence in this world, I’ve been haunted by the thought of being forgotten; hoped for the opportunity to leave something behind me; a small mark. Surely not as significant and timeless as those of  a Homer or a Socrates, a Shakespeare, a da Vinci, a Tolstoy or a  Tchaikovsky, a BB King, a Bruce Lee, a Lennon, a Hatzidakis, an Elytis or a Kazantzakis… But, something… Something maybe insignificant comparatively, yet, of my own. And just as my chances seem to be diminishing, I get this? I’m doomed to be remembered for a fart? An anal “expression”? Heard by one of my “oppressors”, a superior female? Why God? What kind of sick farce is this? Unless… Sigmund, you son of a bitch…! Your millions of devotees were not enough? You had to “pull some strings in order to get back at the “nobody” who doubted you?
I never saw that beautiful nurse again. I’m glad… I wouldn’t have bared the embarrassment. Then again, maybe I would have. I bared other things… Far more serious…
Upon exiting the hospital, some days later, the sun’s warm caress on my face helped me forget the torturing moments and my mind was occupied by only one thought:                             “Life is one big irony.”                                                                            As I get older, I tend to think that making it through it, more often than not, largely depends on “whom you know”.                   Seems that I had some “connections” myself; both earthly and not. My doctor, my family and my friends are among the first. Some “breaths” among the second. I’m certain that my mother asked Him to help me. My father on the other hand, being the true, resourceful  Greek that he was, acted in a more cunning way: In his own way, he always pushed me for the best… Similarly in this case, he “put in a word” for the lovely nurse angel as well as my own “expression”. He knew well that something like this would guarantee that I would fight for a chance to “leave something a bit more significant behind”.     Yes, I’m sure he laughed better, after Freud… And I too, along with him…